Αρχή » Αρθρογραφία για την ΙκαρίαΗ δική μου ΙθάκηΑπόψεις - 17/08/2008Δεκατρία πρόσωπα του καλλιτεχνικού χώρου μιλούν για τους αγαπημένους τους τόπους διακοπών - θερινών και όχι μόνο. Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας σύγχρονο Ροβινσώνα; Ανήκετε στην κατηγορία εκείνη των παραθεριστών οι οποίοι κάθε χρόνο αναζητούν και έναν νέο προορισμό εξορμώντας στο... «άγνωστο με βάρκα την ελπίδα» εν ονόματι της περιπέτειας; Εχει και αυτό τη γλύκα του. Ή μάλλον, ιδιαίτερα τον Αύγουστο, τις καλές και κακές εκπλήξεις του. Τα πρόσωπα που ακολουθούν, εκπρόσωποι όλοι του καλλιτεχνικού χώρου, είναι φορείς μιας άλλης λογικής. Ανήκουν στους τυχερούς που κατάφεραν να βρουν την Ιθάκη τους και, παρά τις Σειρήνες, παραμένουν πιστοί. Οι «εξομολογήσεις» τους, διαφορετικού ύφους και χαρακτήρα, χρωματισμένες από την προσωπικότητα, τα βιώματα, αλλά και τις ιδιαίτερες ανάγκες και αναζητήσεις του καθένα, είναι διαφωτιστικές. Κοινό χαρακτηριστικό τους η αγάπη για τον τόπο που επιλέγουν, ο οποίος μάλιστα Η Ικαρία του Κώστα Γάκη (ηθοποιός, μουσικός) Οτοστόπ κι όπου μας βγάλει «Το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου μου όταν σκέφτομαι την Ικαρία είναι η μυρωδιά της. Μόλις το πλοίο πιάσει κάβο Πάπα αυτή η μυρωδιά θυμαριού, πεύκου και άγριου βράχου με αρπάζει από τη μύτη και με γυρνάει στα παιδικά μου χρόνια. Το καράβι φτάνει στον Εύδηλο, γλυκοχαράζει, η γιαγιά είναι στο μπαλκόνι και εγώ ξαναγίνομαι μικρό εγγονάκι και δέχομαι όλη την αγάπη του κόσμου σε μια αγκαλιά, στις κουβέντες της που γαληνεύουν την ψυχή μου και βέβαια στις καλομαγειρεμένες μελιτζανούλες που δεν αρνήθηκα ποτέ. Κοιμάμαι στο δωμάτιο με τις φωτογραφίες των προγόνων στους τοίχους, εκεί όπου έγραψα τα πρώτα τραγούδια μου παρέα με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, τον αδερφικό φίλο. Την επόμενη ημέρα μπάνιο στις κοντινές παραλίες, Κάμπος, Κεραμέ, και το σούρουπο στο Φλες με τις εφηβικές αναμνήσεις, τα σινιάλα της Μαρουσώς από το μπαλκόνι και την εσοχή στον βράχο όπου κρύβαμε πάντα ένα κοχύλι για να το βρούμε το άλλο καλοκαίρι. Για τις πιο μακρινές παραλίες, τον Να, τον Μαγγανίτη, τη διπλή παραλία στο Δράκανο, μπαίνω ακόμη και σήμερα στην περιπέτεια του οτοστόπ, έναν από τους συνηθέστερους τρόπους μετακίνησης στο νησί. Αλλα αγαπημένα προσκυνήματα είναι τα μοναστήρια του Μουντέ στο πευκοδάσος των Ραχών, της Θεοκτίστης στην Πηγή με τον πελώριο βράχο για στέγη και το ειδυλλιακό μικρό φράγμα στις Βαθές. Βεβαίως δεν έχεις δει τίποτε από Ικαρία αν δεν την περπατήσεις. Το μονοπάτι από τον Κεραμέ σε βγάζει σε μια ωρίτσα στον Δρούτσουλα, ένα πανέμορφο ορεινό χωριό με κοφτερούς γκρεμούς, θεόρατα πλατάνια και το μεσαιωνικό σπίτι των Μαυρογιωργάτων με το κατάρτι του πλοίου με το οποίο έφτασαν οι πρόγονοί τους στο νησί. Μοναδική επίσης είναι η περιπλάνηση στο αισθητικό δάσος του Ράντη. Για τα πανηγύρια, τον ικαριώτικο και το γλυκό κρασί δεν μπορώ να προσθέσω περισσότερα από τα ήδη ξακουστά και υπέροχα. Για τους φιλόξενους κατοίκους με τον τελείως προσωπικό ρυθμό, επίσης. Η Ικαρία είναι για μένα ένας προορισμός ψυχής, ένα καταφύγιο, μια επιστροφή, όπου κάθε φορά αναλογίζομαι το προσωπικό μου ταξίδι και παίρνω δύναμη για τη συνέχεια».
Το Πάνω Κουφονήσι του Γιώργου Δεπόλλα (φωτογράφος) Βγάζει νοκ άουτ το photoshop «Ανακάλυψα αυτό το μικρό νησάκι των Κυκλάδων εντελώς τυχαία το 1976, όταν, επιστρέφοντας με φίλους από την Αμοργό, πέρασα από μπροστά του με το γνωστό καραβάκι, τον "Σκοπελίτη", και εντυπωσιάστηκα τόσο από την ομορφιά του που αποφάσισα να μείνω εκεί για μερικές ημέρες και να το εξερευνήσω. Εκείνο που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή είναι η πεντακάθαρη θάλασσα, σε συνδυασμό με τους απίθανους χρωματισμούς της, που δεν τους συναντάς εύκολα σε άλλα νησιά - και έχω επισκεφθεί τα περισσότερα λόγω δουλειάς. Εχει το χρώμα του οινοπνεύματος και σε άλλα πάλι σημεία γίνεται τυρκουάζ - αποχρώσεις που προμοτάρονται και από τη λευκή άμμο που υπάρχει σχεδόν παντού. Ενιωσα ότι ανακάλυψα εκεί μια άλλη Ελλάδα και από τα 32 χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη μας γνωριμία τουλάχιστον τα 26 καλοκαίρια τα έχω αφιερώσει σ' αυτό το νησάκι, το οποίο είναι τόσο μικρό ώστε οι αποστάσεις καλύπτονται άνετα με τα πόδια. Πριν από λίγο καιρό, μάλιστα, ήμουν αρκετά τυχερός, ώστε να αγοράσω ένα κτήμα και να χτίσω σε αυτό ένα σπίτι, το καταφύγιό μου. Ως Μικρασιάτης, ήμουν καταδικασμένος να μην έχω έναν δικό μου τόπο για να πηγαίνω διακοπές και τώρα το Κουφονήσι είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Φυσικά τα τελευταία χρόνια που το έχει ανακαλύψει πολύ περισσότερος κόσμος η κατάσταση δεν είναι τόσο αγγελικά πλασμένη: οι παραθεριστές στριμώχνονται ο ένας πάνω στον άλλο, οι τιμές των δωματίων και των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων έχουν ξεφύγει και τα καινούργια σπίτια που χτίζονται δεν είναι ιδιαιτέρως προσεγμένα. Μπορεί να διατηρούν το χρωματικό "άλλοθι" του άσπρου - μπλε, τι να το κάνεις όμως όταν είναι τόσο εξόφθαλμα κακοφτιαγμένα; Με τα χρόνια βέβαια κατάλαβα ότι ιδανικοί τόποι δεν υπάρχουν. Αγαπημένοι προορισμοί είναι αυτοί που για κάποιους λόγους βρίσκονται πιο κοντά στην καρδιά, αλλά και στη μνήμη μας. Παίζει καταλυτικό ρόλο το πώς γνωρίζουμε έναν τόπο και τι αναμνήσεις μάς συνδέουν μαζί του. Εγώ ακόμη και τον Αύγουστο, κατά τον οποίο ο τουρισμός φουντώνει, βρίσκω τρόπους για περισσότερο ποιοτικές διακοπές: πηγαίνω στη θάλασσα στις 9 ή στις 10 το πρωί, όταν όλοι κοιμούνται, ή τις απογευματινές ώρες, όταν όλοι έχουν φύγει. Και ως φωτογράφος δεν νομίζω ότι θα βαρεθώ ποτέ να φωτογραφίζω τα άπειρα μπλε του θαλασσινού αυτού τοπίου, που βγάζουν νοκ άουτ ακόμη και το πιο εξελιγμένο photoshop».
Η Σύρος του Μάνου Ελευθερίου (ποιητής, συγγραφέας) Γεύση από λουκουμοζάχαρη «Σκέπτομαι τους παλιούς, πλούσιους χορηγούς και εθνικούς ευεργέτες οι οποίοι έδιναν κατά καιρούς τεράστια χρηματικά ποσά και στο έθνος και στο γενέθλιο χωριό τους, και όμως ποτέ δεν αξιώθηκαν να επιστρέψουν και να δουν την «πρόοδό» τους. Οι περισσότεροι έμεναν στην Ευρώπη. Η πατρίδα τούς έκανε αγάλματα. Το χωριό τους έστησε την προτομή τους στην πλατεία. Κάθε χρόνο γίνεται τρισάγιο στη μνήμη τους. Μαζεύονται πέντε-δέκα άτομα και ανάβουν το κεράκι τους. Με τα χρόνια κανένας πια δεν ξέρει μήτε την ιστορία τους μήτε την αγάπη για τον τόπο τους. Γιατί αυτό που ένιωθαν δεν ήταν σκέτη αγάπη. Ηταν βέβαια η αγάπη, αλλά χωνεμένη μέσα στην άγρια νοσταλγία. Ο Ανδρέας Συγγρός στα "Απομνημονεύματά" του αποφεύγει τέτοιες σάλτσες. Ισως επειδή ήταν από τους δυο-τρεις που έζησαν και σ' αυτόν τον τόπο που κάποια στιγμή τον χρησιμοποίησαν για να αυξήσουν τα πλούτη τους. Αυτός, κατά κάποιο τρόπο, έδινε για να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες του και την αχόρταγη απληστία του. Τον παρέλαβε εκείνα τα χρόνια ο περιλάλητος Εμμανουήλ Ροΐδης και του 'δωσε να καταλάβει. Δεν πρέπει να ίδρωσε το αφτί του. Ισως μόνο γιατί τον ονόμασε "Τσιγγρό" θα του κακοφάνηκε. Ηταν έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον μεγάλο συγγραφέα και πέθανε πέντε χρόνια πριν από εκείνον. Τους έδενε όμως η Σύρα. Τα μαθητικά χρόνια, οι ίδιοι δάσκαλοι, οι ίδιοι κάτοικοι. Στη διαθήκη του όμως δεν άφησε ο Συγγρός ούτε δεκάρα στη Σύρα. Ας είναι. Ωστόσο και οι δύο περιποιήθηκαν το νησί όπως μπορούσαν: ο πρώτος με τις χαριτωμένες, πράγματι, αναμνήσεις του για πρόσωπα και πράγματα της συριανής κοινωνίας του 1850 (πάνω κάτω) και ο δεύτερος με τ' αστραφτερά "Συριανά διηγήματα" και τα κατά καιρούς περισπούδαστα άρθρα του σε αθηναϊκές εφημερίδες. "Εκεί! " κατάντησε: να γράφει για τον επιούσιο και όχι για το κέφι του, αφού είχε χάσει την περιουσία του στις μεγάλες χρηματιστηριακές κομπίνες του Συγγρού. Ο Ροΐδης δεν ξαναπήγε στον γενέθλιο τόπο του. Ο άλλος πήγε μια φορά και τα είδα όλα αλλαγμένα. Αυτά και άλλα σκέπτομαι όταν ταξιδεύω στην πατρίδα μου, τη Σύρα. Λείπω ήδη 55 χρόνια, ήμουν παιδί όταν έφυγα, άφησα πίσω μου πολλά ερείπια από τους βομβαρδισμούς του πολέμου. Καμιά φορά η νοσταλγία παίζει άσχημα παιχνίδια. Αποφασίζεις να την επισκεφθείς για δύο-τρεις μέρες και αιφνιδίως σηκώνεται το κύμα αφρίζοντας, τα καράβια δένουν, οι άνθρωποι κλείνονται στον εαυτό τους και ας μην το παραδέχονται. Ευκαιρία να ξαναδείς όσα θυμάσαι. Να δεις τις αλλαγές και τις μεταμορφώσεις. Να δεις τις προσθέσεις και τις αφαιρέσεις. Τους πολλαπλασιασμούς και τις διαιρέσεις αισθημάτων, χειρονομιών, νοοτροπίας. Να δεις πόσο απέχει μια μικρή αλλαγή από την ολική μεταμόρφωση και πόσο αυτό θα σε χτυπήσει κατάμουτρα. Παρ' όλες τις αλλαγές, χρήσιμες και απαραίτητες κάποτε, εσύ εξακολουθείς να περπατάς με τις σκιές που έβλεπες στα 1950. Οι νέοι φίλοι είναι σπάνιες κόπιες χρυσών ανθρώπων του παρελθόντος. Τις εξαιρέσεις τις καταπίνεις. Οι πόλεις τελικά είναι οι άνθρωποι. Ο εξαίσιος λόγος του θεϊκού τραγικού αρχαίου ποιητή είναι μια αιώνια αλήθεια. Την καταπίνεις κι αυτήν και αρχίζεις την περιδιάβαση. Από πού ν' αρχίσεις; Πώς να συνεχίσεις μια κουβέντα που άφησες μισή πριν από μισό αιώνα και οι συνομιλητές σου έχουν γίνει ήδη σκόνη; Αδιέξοδο. Παρ' όλα αυτά επιμένεις. Και κάποτε το κατορθώνεις. Τι θέλει να δει ο νέος επισκέπτης σε μια πόλη βουλιαγμένη στον μύθο, στην ιστορία, στο παραμύθι, αν θέλετε; Και πόσα επαναφέρει η νοσταλγία σ' εκείνον (σ' εμένα, δηλαδή, ο οποίος τραυλίζει τα ρήματα μιας ολοένα ανανεούμενης κοινωνίας. Και οι δύο βλέπουμε όσα θέλουμε και όσα μπορεί να σηκώσει η μνήμη. Αρχίζοντας από τον "καταπιεστικό" 19ο αιώνα ως τις μέρες μας. Πριν από λίγες μέρες δόθηκε στο λαμπρό θέατρο Απόλλων, σε μορφή κοντσερτάντε, η όπερα "Cavalleria Rusticana" του Mascagni με μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο έργο παιζόταν και τον 19ο αιώνα από ιταλικούς μελοδραματικούς θιάσους. Στα 1895, για παράδειγμα, μια εφημερίδα έγραφε για κάποια παράσταση του έργου: "Τετράκις από της σκηνής η μουσική του Mascagni έτερψεν ημάς και τούτο οφείλεται εις την καλλιτέχνιδα κυρίαν Linda Brunner, την διακεκριμένην τούτην αοιδόν, και τον κ. Tati, τον συμπαθή οξύφωνον, εφ' ω και το κοινόν δικαίως διά χειροκροτημάτων εκδηλοί τας συμπαθείας του προς αυτούς... Φανερά καθίσταται η γυμνότης της ορχήστρας, πλην τούτο αποδοτέον εις την έλλειψιν επιχορηγήσεως εκ μέρους του δήμου...". Τα αιώνια προβλήματα, τα οποία είναι ίδια ακριβώς 113 χρόνια μετά! Τα εκατοντάδες θεατρικά έργα πρόζας τα οποία παρουσιάστηκαν ως τα 1953 δεν ξαναπαίχτηκαν ποτέ σε κανένα θέατρο της επικράτειας. Οι όπερες παίζονται και ξαναπαίζονται. Με τον ίδιο ενθουσιασμό. Τα αισθήματα παραμένουν. Οι διαδικασίες αλλάζουν. Και αυτός ο τόπος, η χώρα μας, που διαρκώς αλλάζει και διαρκώς είναι ίδια. Το ίδιο και η Σύρα, η Σύρος, η Ερμούπολη, η Ανω Χώρα, τα βουνά, οι εξοχές, οι άνθρωποι...».
Η Ανδρος του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου (σκηνοθέτης) Γεροντικό κοινόβιο με φίλους «Την Ανδρο την αγάπησα σιγά σιγά, δεν της παραδόθηκα από την αρχή. Εγινε ο τόπος μου χωρίς να το καταλάβω. Γιατί υπάρχουν και τέτοιες αγάπες. Συνδέεσαι, συνηθίζεις και ξαφνικά καταλαβαίνεις πως έχουν γίνει κομμάτι της ζωής σου. Και όταν λέω Ανδρος, εννοώ την περιοχή του Κορθίου, το ένα τρίτο πάνω-κάτω του νησιού, που αν θέλεις να το περπατήσεις στις διαφορετικές εποχές και στις διαφορετικές ώρες της ημέρας δεν σου φτάνει μια ζωή. Και δεν είναι μόνο το τοπίο. Είναι και οι άνθρωποι και τα μαγαζιά τους, που έχουν γίνει δικοί σου με τα χρόνια, ο Βασίλης, η Μαργαρίτα και η Χρύσα με τις μαγειρικές τους, ο Δημήτρης με το καΐκι του που σου εξασφαλίζει ψάρι ακόμη και μέσα στην τουριστική περίοδο, κάποιοι πιστοί παραθεριστές που συναντιόμαστε στα ίδια στέκια. Στο Κόρθι φέρνει τους φίλους του και ο Μίλτος, ο γιος μας, που και αυτός σιγά σιγά διαμορφώνει τις συνήθειές του. Μου αρέσει η Ανδρος γιατί εκεί είναι ευτυχισμένη η Κοραλία. Που ξέρει να απολαμβάνει το ελάχιστο και με παρασύρει να μαζεύουμε κάππαρη, σπαράγγια και οβριές, κοχλιδάκια και πεταλίδες, κυκλάμινα και ανεμώνες. Να περπατάμε στα Διποτάματα και στους αγροτικούς αρχαιολογικούς χώρους ή μέσα σε εγκαταλειμμένους οικισμούς, που τους άφησαν για να μεταναστεύσουν στην Αμερική: κτίσματα που από την αρχαιότητα ως τη δεκαετία του '50 έχουν την ίδια αρχιτεκτονική, μια ζωντανή συνέχεια με φανερό τον μόχθο. Ανάμεσα σε ξερολιθιές που δεν τις έχω δει αλλού πουθενά: οι αγρότες για οικονομία κόπου φτιάχναν τις μάντρες μ' έναν τρόπο που μόνο η φαντασία σπουδαίου ζωγράφου ή αρχιτέκτονα θα μπορούσε να επινοήσει. Εχουμε τις μικρές ιδιωτικές παραλίες μας, ανάλογα πού φυσάει ο άνεμος (και από αέρηδες το νησί, άλλο τίποτα). Με την Κοραλία μαζεύουμε αχινούς και τους καθαρίζουμε καθισμένοι στον βράχο, κάτω από τον ήλιο. (Πάει και αυτή η χαρά, ανήκει στα απαγορευμένα, και με πόνο ψυχής πρέπει να την αποχωριστώ.) Απολαμβάνουμε χωρίς άγχος το δικαίωμα της σιωπής, βλέποντας το ηλιοβασίλεμα, τις αλλαγές των ρευμάτων, τα σχήματα και τα χρώματα πάνω στο νερό. Στην Ανδρο λιγοστεύουν οι κακές σκέψεις και μέσα στην ομορφιά μπορείς πιο ήρεμα να σκέφτεσαι τα λάθη σου. Πηγαίνω και μόνος μου στο νησί, προτού ξεκινήσω πρόβες, και μέσα στην απόλυτη ησυχία προετοιμάζομαι για το ανέβασμα κάθε καινούργιου έργου. Και η Ανδρος θα φιλοξενήσει το γεροντικό κοινόβιο που θέλουμε να φτιάξουμε με τους φίλους μας, την ουτοπία της μέσης ηλικίας για συλλογικούς τρόπους ζωής, συνέχεια νεανικών ονείρων που τα έφαγε η μαρμάγκα...».
Η Τήνος του Γιώργου Κουμεντάκη (συνθέτης) Ψάχνοντας την Κοιμωμένη «Η Τήνος δεν είναι για μένα ένας τόπος διακοπών, είναι η μόνιμη κατοικία μου. Εγκαταστάθηκα εδώ μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Την 1η Σεπτεμβρίου ήρθα και έκτοτε φεύγω μόνο για δουλειές, πολύ λίγες ημέρες δηλαδή. Εχω γεννηθεί και μεγαλώσει σε επαρχία, δίπλα στη φύση, με γονείς φυσιολάτρες. Το να βρίσκομαι στη φύση, λοιπόν, ήταν για μένα ζητούμενο εδώ και πολλά χρόνια, το οποίο όμως δεν υλοποιούνταν για πολλούς λόγους, λάθος ή σωστούς, επαγγελματικούς κυρίως. Ωστόσο, μετά τη σκληρή ενασχόληση με τους Ολυμπιακούς, μου έγινε επιτακτικό το να φύγω από την πόλη και να βρω τον εαυτό μου σε ένα μέρος όπου θα ζούσα, ουσιαστικά, σε κάποια απομόνωση. Η Τήνος ήταν ένα μέρος που το είχα ανακαλύψει τυχαία πριν από αρκετά χρόνια. Την επισκεπτόμουν αρκετά συχνά, σχεδόν πάντα καλοκαίρι, κι εν τούτοις φανταζόμουν το πώς θα είναι η ζωή τον χειμώνα. Το σπίτι σε αυτό εδώ το χωριό όπου βρίσκομαι - 25 χιλιόμετρα, περίπου, μακριά από τη Χώρα - βρέθηκε εντελώς συμπτωματικά. Το είδα, αποφάσισα ότι μου κάνει, πείστηκα ότι εδώ μπορώ να "ακουμπήσω" κάποια χρόνια από τη ζωή μου και το πήρα. Αν επιχειρούσα να κωδικοποιήσω το όλο πράγμα, θα έλεγα πως επιλέγω την Τήνο για να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου, για μια περισσότερο αξιοπρεπή διαβίωση την οποία η Αθήνα δεν παρέχει και επίσης για τη φυσική ζωή που με προσγειώνει στα πραγματικά κυβικά της ανθρώπινης αξίας. Πέρα από όλα τα άλλα, το μέρος αυτό έχει μια δική του ηθική, η οποία προσωπικά μού είναι πολύ συμβατή. Δεν υπάρχει αυτό το άκρατο κυνήγι των υλικών αγαθών, η κοινωνία η ίδια δεν μπορεί να το αφομοιώσει, σε αφήνει έκθετο, αισθάνεσαι και λίγο ανήθικος σε αυτή τη σπατάλη. Αν εξαιρέσεις τον Αύγουστο, όπου πραγματικά η ζωή γίνεται πολύ διαφορετική λόγω των επισκεπτών του καλοκαιριού, οι υπόλοιποι 11 μήνες εδώ είναι πολύ σιωπηλοί: υπάρχει μια διαχρονική "σουρντίνα" που καλύπτει τα πάντα και αυτό για μένα και για τη μουσική είναι ο καλύτερος σύμμαχος. Τα πάντα συμβαίνουν σε αργή κίνηση - το αντίστροφο, δηλαδή, από αυτό που κάνει η τηλεόραση -, γεγονός που ενεργοποιεί τη δημιουργικότητα. Η αλήθεια είναι ότι, στην αρχή τουλάχιστον, πολλοί φίλοι μου φοβούνταν πως η επιλογή μου αυτή θα με απομόνωνε. Από την άλλη πλευρά, όμως, η απομόνωση αυτή σ' εμένα, σε επίπεδο αναθέσεων, παραγγελιών και πραγματικής επαφής όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και με το εξωτερικό, έχει λειτουργήσει πολύ θετικά. Και αυτό γιατί όλες πλέον οι επαφές δεν γίνονται για κοινωνικούς λόγους αλλά για μουσικούς και η επικείμενη συνεργασία μου με το κουαρτέτο Kronos είναι μια τέτοια ιστορία. Ερχομαι σε επαφή με ανθρώπους είτε συμπτωματικά είτε στέλνοντας κάποιο υλικό και ακριβώς επειδή τους αρέσει μου ζητούν συνεργασία. Παράλληλα, οι ίδιοι οι ρυθμοί της δουλειάς μου έχουν αυξηθεί. Εκεί που έγραφα ένα έργο τον χρόνο, τώρα μπορεί να γράψω πέντε ή περισσότερα...».
Ο Κίσσαβος του Σταμάτη Κραουνάκη (συνθέτης) Αύγουστο μήνα στον Δοχό «Στου Γιώργου και της Στέλλας Μπούτου στον Κίσσαβο οι θεοί έχουν ελευθέρας. Λίγο παρακάτω, στις παραλίες, αναρωτιέσαι πάλι πώς ένας νοικοκύρης λαός υποτάχτηκε έτσι, χωρίς αντίσταση, στην κακογουστιά. Αλλά εκεί, ακόμη, στου Γιώργου και της Στέλλας, το δάσος είναι δάσος. Κάτω στα πόδια το Βόρειο Αιγαίο, και αριστερά ο αντίπαλος Ολυμπος - τα δειλινά όλα τα λεφτά!!! Νοικιάζω μια ξύλινη καλύβα στην πλαγιά, και ακούω Μπαχ και Αρβο Παρτ, εδώ έγραψα το "Φεγγάρια" για τον Παναγιωτόπουλο και την επιθεώρηση πέρυσι. Παίζουμε τρελές μπιρίμπες με την Ντίνα και τη Μαίρη και τρώμε τέλειο ψάρι στον θεό τον Τάσο κάτω στο Στόμιο. Πιο πέρα, δεξιά, ο βιότοπος των εκβολών του Πηνειού και η αμμουδιά η αγαπημένη, με τα χιλιάδες πετούμενα μέσα στις καλαμιές. Αγρια κι ερημικά ώρες ώρες τα κύματα. Εδώ συνάντησα τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Διονύση πέρυσι, εφέτος έστειλα τη Σόνια και τον Θάνο, γιατί οι Μπούτοι έχτισαν ένα πέτρινο θέατρο στην πλαγιά που ενώνεσαι με το σύμπαν και ανοίγει η καρδιά σου, οι Χαΐνηδες, ο Μάλαμας, ο Νότης, δεν είναι για τα φράγκα είναι για τη χαρά!!! Λέω στον Μπούτο να μου χτίσει μια καλύβα για πάρτη μου, να βλέπω τις βάρκες. Θα θελα να 'μαι το ξύλο απ' αυτό το πλεούμενο, να μ' ευλογούν τα νερά καθώς τα περπατώ. Κι άμα πεθάνω, ο γιος του ο Δημήτρης να με βάλει στη βάρκα και να με κάψουνε. Στην ξαστεριά βλέπεις τρίτο πόδι Χαλκιδική. Στη συννεφιά βλέπεις το σύννεφο που βρέχει να περπατάει μόνο του, και γύρω γύρω αίθρια. Σούπερ πρωινά με καστανόμελα, τα δέντρα τ' ακούς, τ' αηδόνια λαλούν, τα τσίπουρα τρέχουν. Δύσκολα θα βρείτε δωμάτια. Τα πρόλαβαν όσοι τα είδαν πρώτοι!!!».
Το Πήλιο του Λάκη Παπαστάθη (σκηνοθέτης) Αναζητώντας τον Θεόφιλο «Από το 1976 περνάω τα καλοκαίρια μου στο σπίτι μου στον Κισσό. Το Πήλιο είναι συνδεδεμένο με την παιδική μου ηλικία γιατί από τον Βόλο όπου γεννήθηκα επισκεπτόμασταν συχνά με το σχολείο και την οικογένειά μου τα χωριά του. Το 1986 γύρισα στον Κισσό, στην Τσαγκαράδα και στην Ανακασιά σημαντικό μέρος της ταινίας μου για τον Θεόφιλο. Με μια ομάδα φίλων προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τα έργα του λαϊκού ζωγράφου Παγώνη ψάχνοντας στις εκκλησιές και στα ξωκκλήσια. Τσαγκαράδα, Μούρεσι, Κισσός, Ανήλιο. Λίγο μετά, στον δρόμο για τη Μακρυρράχη, ένα μικρό δρομάκι ανεβαίνει το βουνό. Είκοσι λεπτά ποδαρόδρομος. Κίτρινα χωράφια με ξεραμένα αγριάγκαθα, βατομουριές και μπαξέδες. Ευωδιάζει ο τόπος. Μπερδεύονται ευφρόσυνα οι αισθήσεις, όπως στον στίχο του Εμπειρίκου σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Το σημάδι προσανατολισμού για να βρεις την Αγία Τριάδα είναι τα δύο πανύψηλα αιωνόβια κυπαρίσσια που φυτεύτηκαν πριν από δύο αιώνες μπροστά στο ιερό. Φθάνοντας στον μικρό ναό εντυπωσιάζεσαι από την πέτρινη τοιχοποιία και την απέριττη απλότητα στη σύνθεση των όγκων, αλλά δεν μπορείς να προβλέψεις τη συγκίνηση που σε περιμένει. Μπαίνοντας, η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική συνεργάζονται για να σε προετοιμάσουν. Η πόρτα είναι πολύ χαμηλή και αναγκαστικά υποκλίνεσαι για να περάσεις. Σκύβοντας, όμως, έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση αναπνοής, με τον δρεπανηφόρο Χάροντα με την αρχαία κλεψύδρα στο κεφάλι του, λες και είναι απαραίτητο για τον προσκυνητή να γνωρίζει πως ο χρόνος της ζωής του τρέχει! Είναι ζωγραφισμένος σαν φιγούρα του Τζιακομέτι· χωρίς σάρκα, ξερακιανός και κιτρινόμαυρος. Διακόσια χρόνια τώρα οι άνθρωποι του βγάζουν τα μάτια, του χαράζουν το σώμα. Ξορκίζουν τον θάνατο. Ισως γι' αυτό μέσα στον ναό οι περισσότεροι άγιοι είναι νέοι, σχεδόν έφηβοι. Πρόσωπα ροδαλά, πραγματικές ανθρώπινες υπάρξεις, χωρίς το πελιδνό χρώμα των αγίων. Ο ζωγράφος σαν να θέλει να εκκοσμικεύσει το θείον. Ο ναός είναι γεμάτος από τοιχογραφίες. Πάνω στην είσοδο διαβάζουμε: "Ο θείος ούτος και πάνσεπτος ναός της Αγίας Τριάδος ενιστορήθη και εγκαλλωπίσθη [...] εν έτει 1804. Χειρ ατελεστάτου Παγώνι". Γράφει το όνομά του με γιώτα, σαν να είναι το παγώνι. Με έκπληξη διαπιστώνεις πως είναι ο ίδιος ζωγράφος που ιστόρησε την ξακουστή εκκλησία του Κισσού, την Αγία Μαρίνα, με τον περίφημο γυναικωνίτη που πριν από δεκαετίες μάς παρουσίασε ο αξέχαστος Κίτσος Μακρής. Στην Αγία Τριάδα όμως νιώθεις πως ο Παγώνης είναι πιο ελεύθερος· σαν να ζωγραφίζει για τον εαυτό του και την τέχνη του. Βλέπεις τολμηρές "ημιτελείς" εικόνες και την αφαίρεση στη σύνθεση που σπάει το τυπικό της βυζαντινής εικονοποιίας. Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, η πρώην πόρνη που άγιασε μονάζοντας στην έρημο, εικονίζεται με κρεμασμένα γυμνά στήθη σαν περιδέραιο. Ο Μυστικός Δείπνος σαν να ίπταται. Στον κύκλο των παθών του Ιησού το θεϊκό ρεαλιστικοποιείται, ενσαρκώνεται από καθημερινούς απλούς ανθρώπους, γεγονός που δημιουργεί - εκτός των άλλων - μεγάλο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Οικείες μορφές παντού. Οι άγιοι, ιδιαίτερα οι πολεμιστές, σαν να είναι ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Θοδωρής· η Αγία Αικατερίνη μοιάζει με γυναίκα του χωριού. Αναγνωρίζεις, ακόμη, στις τοιχογραφίες τις πηλιορείτικες αυλές με την πέτρινη πλάκα, τα κοκόρια, τις κληματαριές με τα σταφύλια που περιβάλλουν τους αγίους. Είναι γνωστό πως ο Παγώνης ήρθε από την Ηπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως πολλοί ηπειρώτες μαστόροι. Παντρεύτηκε και έζησε στο Πήλιο. Ο γιος συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του. Στον Αγιο Δημήτριο του Νεοχωρίου σώζονται οι έξοχες νεκρές φύσεις του. Τον Θεόφιλο, εκατόν είκοσι χρόνια μετά, τον ανακάλυψαν και τον ανέδειξαν οι ποιητές. Ο Παγώνης, που λες και πραγματοποίησε μόνος του την Αναγέννηση στην ελληνική ζωγραφική, είναι ακόμη αγνοημένος. Το μνημείο, χρόνο με τον χρόνο, μέρα με τη μέρα, καταστρέφεται. Μέσα από τα ιμάτια και τους χιτώνες των αγίων βλέπεις να ξετρυπώνουν σκιουράκια που βρήκαν εκεί φιλόξενο καταφύγιο. Οι σοβάδες χάσκουν. Η υγρασία απειλεί τις ζωγραφιές. Ισως είναι ακόμη καιρός αυτή η μικρή κιβωτός της ελληνικής πνευματικότητας του 19ου αιώνα να διασωθεί».
Η Ερέτρια των Σοφίας Βάρη - Φερνάντο Μποτέρο (γλύπτες) Παπούτσι από τον τόπο σου «Το πατρικό μου σπίτι ήταν στη Βάρη (εξ ου και το επίθετό μου), αλλά όταν πέθαναν οι δικοί μου άνθρωποι δεν ήθελα να το κρατήσω. Λαχταρούσα λοιπόν να έχω ένα κομμάτι γης στον τόπο μου και σκεφτόμουν να αγοράσουμε σε ένα νησί, αλλά με τον λίγο καιρό που έχουμε στη διάθεσή μας εγώ και ο Φερνάντο Μποτέρο, με τον οποίο ζούμε εκτός Ελλάδος, θα ήταν δύσκολες οι μετακινήσεις. Κάποιοι φίλοι μάς συνέστησαν την Εύβοια και αποφασίσαμε, ως εκ τούτου, να δημιουργήσουμε ένα σπίτι στην πόλη της Ερέτριας, του κοντινού νησιού της Αθήνας το οποίο μέχρι πρότινος δεν γνώριζα καθόλου. Από την πρώτη επαφή που είχα με τον τόπο ένιωσα συγκίνηση. Ηταν, θυμάμαι, η απόλυτη κυριαρχία της ελιάς που μου δημιούργησε αυτό το αίσθημα. Δύο χρόνια τώρα ασχολούμαστε με το καινούργιο μας σπίτι: πήραμε τις άδειες και το φτιάξαμε από την αρχή με πολύ αγάπη και μεράκι. Χαίρομαι γιατί είναι ένα μέρος χωρίς πολλές πολλές κοσμικότητες, όπου μπορούμε να μείνουμε ήσυχα να δουλέψουμε (εν τέλει αυτό δεν είναι η ζωή μας;..). Επιτέλους έφτιαξα το ατελιέ που ονειρεύομαι για εμένα και τον Φερνάντο, και δίπλα ένα μικρό λαχανόκηπο. Είμαι πολύ χαρούμενη που ο εγγονός μου, ο ο οποίος μένει επίσης εκτός Ελλάδος, θα έχει τη δυνατότητα να ζήσει και να χαρεί το ελληνικό καλοκαίρι και νιώθω ανακούφιση που έπειτα από 10 χρόνια χωρίς σπίτι στην Ελλάδα έχω ένα κομμάτι χώμα στην πατρίδα μου. Πιστεύω ότι μας περιμένουν πολλά όμορφα πράγματα στην Ερέτρια. Είναι το πρώτο καλοκαίρι στο καινούργιο μας σπίτι, στο οποίο θα βρεθούμε από τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου και για όλο το μήνα και ανυπομονώ να γνωρίσω αυτό το καινούργιο μέρος καλύτερα».
Το Πήλιο του Φίλιππου Πλιάτσικα (τραγουδοποιός) Και το κουκούτσι... μύγδαλο «Θεωρώ ότι το Πήλιο έχει τον μοναδικότερο συνδυασμό βουνού και θάλασσας, κατά την προσωπική μου φυσικά γνώμη. Πρόκειται για ένα ευλογημένο μέρος όπου μπορεί να πετάξεις ένα κουκούτσι εφέτος και την επόμενη χρονιά να το δεις δέντρο. Το Πήλιο έχει μια τέτοιου είδους ενέργεια, θετική και επ' ουδενί λόγο ουδέτερη, που σε ηρεμεί και σε ξεκουράζει. Αυτό που χρειάζεσαι είναι να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο τις πρώτες δύο-τρεις ημέρες, ώστε να συντονιστείς μαζί του, και μετά όλα θα κυλήσουν όπως πρέπει. Το Πήλιο είναι βουνό και θάλασσα, είναι μονοπάτια, είναι κυρίως οι άνθρωποί του. Είναι όλα αυτά που έχουν συμβεί στο πέρασμα των αιώνων, που "βγαίνουν" στην ατμόσφαιρα με έναν μοναδικό τρόπο. Με έναν τόσο μοναδικό τρόπο ώστε διαμορφώνουν αυτό το ενεργειακό πλαίσιο που δεν σε αφήνει αδιάφορο. Το Πήλιο το γνώρισα ουσιαστικά ως επισκέπτης το 1999 και παρέμεινα στην αγκαλιά του για δύο-τρεις ημέρες. Και μετά αυτή την παραμονή του τριημέρου διαπίστωσα πόσο μου ταιριάζει. Αλλωστε σε αυτή τη δεκαετία το Πήλιο έχει συνδεθεί με τα σημαντικότερα κομμάτια της ζωής μου. Εκεί παντρεύτηκα, ενώ και η κόρη μου το Μούρεσι όπου έχουμε σπίτι το θεωρεί το χωριό της. Αν αυτά όμως είναι κάποιες σημαντικές εικόνες της ζωής μου, το Πήλιο είναι παρών και στα τραγούδια μου. Ειδικότερα το Φως του. Και δεν αναφέρομαι σε κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι, αλλά στην ενέργεια που μαζεύω από την παραμονή μου στο Πήλιο, οι εικόνες που συγκεντρώνω και με έναν τρόπο "κατευθύνονται" στα τραγούδια μου. Και φυσικά δεν πρέπει να συνδέσει κάποιος το Πήλιο με το καλοκαίρι, διότι είναι ένα μέρος για όλες τις εποχές του χρόνου όπου πολλά μπορεί να σου συμβούν. Και αυτό το πιστοποιεί η εικόνα που μεταφέρω παρακάτω: Στο σπίτι μας, στο Μούρεσι, κάποια νύχτα ακούσαμε στην αυλή μας θόρυβο. Βλέποντας από το παράθυρο διέκρινα κάτι σκιές, κάτι σαν ένας άνθρωπος που περπατούσε σκυφτός. Την άλλη μέρα το πρωί ανέφερα το περιστατικό στους ντόπιους και κανείς δεν έδειξε να απορεί. Μου είπαν πολύ απλά ότι πρόκειται για μονοπάτι αγριογούρουνων. Δηλαδή η αυλή του σπιτιού μας αποτελεί μέρος του περάσματος. Και όπως μας είπαν, επρόκειτο για οικογένεια αγριογούρουνων. Και κάτι ακόμη από τις εικόνες του Πηλίου, ειδικότερα το φθινόπωρο και τον χειμώνα: όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, βλέπεις τη Χαλκιδική και το Αγιον Ορος. Στο Πήλιο θα μπορούσα να μείνω μόνιμα. Είμαστε παιδιά της Αθήνας, γνωρίζω ότι πολλές φορές όλοι μας μόλις βρούμε ένα μέρος που μας ταιριάζει ή που περνάμε καλά λέμε ότι εκεί θα μπορούσαμε να μείνουμε μόνιμα. Για μένα όμως το Πήλιο πληροί τις προϋποθέσεις όπου, αν έφευγα κάποτε από την Αθήνα, θα μπορούσα να μείνω εκεί.
Η Κρήτη του Γιάννη Σμαραγδή (σκηνοθέτης) Γεύση από στυφά αγριοάχλαδα «Γεννήθηκα στο Ηράκλειο της Κρήτης αλλά τα παιδικά μου χρόνια, ως την πρώτη δημοτικού, τα πέρασα σε ένα ορεινό χωριό, τον Ψηλορείτη, από όπου καταγόταν ο πατέρας μου. Εμεινα εκεί ως την πρώτη δημοτικού και ρόλο σε αυτό έπαιξε το ότι ο πατέρας μου βρισκόταν στην εξορία. Οταν βγήκε από τη φυλακή επιστρέψαμε στο Ηράκλειο. Τελειώνοντας τη δεύτερη τάξη του δημοτικού δεν ένιωθα ακόμη προσαρμοσμένος στην πόλη. Μου είχαν λείψει οι φίλοι μου και νοσταλγούσα βαθιά την ελευθερία που έχει κανείς όταν βρίσκεται στα μισά του βουνού, όπου δρούσα μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου σαν αγριοκάτσικο. Με το που έκλεισε το σχολείο για το καλοκαίρι, χωρίς να το πω στην οικογένειά μου, μπήκα στο λεωφορείο και πήγα στο χωριό, όπου βρήκα τον παππού και τη γιαγιά μου που είχαν ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, επίσης ταλαιπωρημένο από τον Εμφύλιο. Κατάφερα να πείσω τον παππού μου ότι βρισκόμουν εκεί με την άδεια του πατέρα μου και άρχισα να κάνω ό,τι έκανα και πριν. Να πηγαίνω σε μια γειτονική στέρνα - ένα είδος λίμνης - για μπάνιο με τους φίλους μου. Να πετροβολάμε τα σύκα για να πέσουν κάτω και να τα φάμε. Να φτιάχνουμε συμμορίες και να σπάζουμε τα κεφάλια μας - ακόμη έχω τα σημάδια. Να ξαπλώνουμε κάτω από τους μεγάλους ίσκιους και να κοιμόμαστε - πολύ συχνά γυμνοί. Να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα γιατί ήταν πολύ όμορφο - καθ' ότι το τοπίο γκρίζο, νόμιζες ότι ο ουρανός κατέβαζε χρυσάφι. Ακόμη έχω στο στόμα μου τις γεύσεις από τα καμπανάρια των σταφυλιών, τα στυφά αγριοάχλαδα, τα τσάγαλα από τα αμύγδαλα. Ημασταν ένα κομμάτι της φύσης και ήταν η περίοδος της απόλυτης ελευθερίας μου, η οποία βεβαίως δεν κράτησε πολύ, διότι κάποια στιγμή ο παππούς μου υποψιάστηκε τι είχε γίνει και βρήκε έναν τρόπο για να ειδοποιήσει τον πατέρα μου και κακήν κακώς με κατέβασαν στο Ηράκλειο όπου ξαναμπήκα σε έναν ρυθμό που δεν μου ταίριαζε. Αν και τώρα που το θυμάμαι, το ίδιο καλοκαίρι των οκτώ χρόνων μου εκεί στο Ηράκλειο είδα για πρώτη φορά υπαίθριο κινηματογράφο και κατάλαβα ότι ανήκα στον κόσμο του σινεμά. Εκείνο το παράξενο καλοκαίρι των οκτώ χρόνων μου με έκανε ό,τι είμαι και ο Ψηλορείτης παραμένει η τοποθεσία των πιο αξέχαστων διακοπών μου».
Η Σίφνος του Παναγιώτη Τέτση (ζωγράφος) Παρέα με τον Τσελεμεντέ «Είμαι από την Υδρα και η αγάπη μου για τα νησιά είναι έμφυτη. Γνώρισα τη Σίφνο χάρη στην Πάτμο. Διότι, ενώ εν έτει 1964 η Πάτμος ήταν η πρώτη μου επιλογή για τις καλοκαιρινές μου διακοπές, με αποθάρρυνε το γεγονός ότι υπήρχε δρομολόγιο μόνο μία φορά την εβδομάδα. Ηθελα να φύγω Δευτέρα και το πλοίο περνούσε κάθε Παρασκευή. Ανυπόμονος καθώς ήμουν, στράφηκα προς τη Σίφνο και δεν το μετάνιωσα ποτέ - κάθε εμπόδιο για καλό, που λένε. Από τότε δεν έχει περάσει ούτε ένα καλοκαίρι χωρίς να την επισκεφθώ. Τότε έμενα σε ξενώνα, σήμερα έχω το δικό μου σπίτι. Την αγάπησα, τη βίωσα και τη ζωγράφισα προτού γίνει ο δημοφιλής προορισμός που είναι σήμερα, προτού αλλοιωθεί η εικόνα της από τα ξενοδοχεία που χτίστηκαν μετά μανίας. Βέβαια, κάθε φορά που με ρωτούν πώς βλέπω τη σημερινή Σίφνο, απαντώ ότι... έχω δει και χειρότερα. Για παράδειγμα, με στενοχωρεί πάρα πολύ η εικόνα της Σερίφου κάθε φορά που το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι. Δεν είναι όπως παλιά. Ακόμη και τώρα, όμως, που όλα μοιάζουν να έχουν αλλάξει, είναι στιγμές που αναγνωρίζω την παλιά Σίφνο. Οποτε, για παράδειγμα, κάθομαι στο ηλιοβασίλεμα και βλέπω τον λόφο των Ξάμπελων, γαληνεύω. Και κάπου εκεί ξέρω ότι είναι και το σπίτι του Τσελεμεντέ. Ενός Σιφναίου ο οποίος έδωσε άλλο νόημα στην ελληνική κουζίνα και πιστεύω ότι οι συμπατριώτες του δεν τον έχουν τιμήσει αρκετά. Και σε τελική ανάλυση, αν το καλοσκεφτούμε, είναι εκείνος που έχει σώσει τόσους και τόσους γάμους!».
Η Τήνος του Κώστα Τσόκλη (ζωγράφος) Το νησί αλλάζει όπως αλλάζω και εγώ «Βαριά η λέξη "αγαπάω". Απαιτεί σεβασμό στα αισθήματα και οικονομία στα λόγια, γιατί αλλιώς αυτοαχρηστεύεται και είναι κρίμα. Ναι, αγάπησα κάποτε κάποιους ανθρώπους, κάποιους τόπους, θαύμασα κάποια τοπία, κάποιες ανθρώπινες πράξεις, τη συνέπεια των μορφών. Συγκινήθηκα μπροστά σε κάποια έργα τέχνης, μα και μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία. Εκνευρίστηκα από την ανισότητα των μέσων δημιουργίας και διάδοσης. Πίστεψα μερικές φορές στον εαυτό μου και στους τριγύρω μου. Γαλήνεψαν ή αγρίεψαν την ψυχή μου κάποιοι τόποι και αυτό με ενέπνευσε. Είδα και έζησα σε πολλά μέρη του κόσμου που άξιζαν την αγάπη μου. Τώρα περνώ τα καλοκαίρια μου στην Τήνο, όπου βρίσκεται το δεύτερο σπίτι μου εδώ και 20 χρόνια. Το νησί μού έχει δώσει χαρές και πολλές ιδέες για δημιουργία και, επειδή δεν είμαι αχάριστος, προσπαθώ να του το ανταποδώσω. Η Τήνος όμως αλλάζει σιγά σιγά, όπως αλλάζω και εγώ. Αυτή αποκτά μια άλλη νεότητα και εγώ γερνάω. Οι άνθρωποι που πρωτογνώρισα εδώ ή δεν υπάρχουν πια ή έχουν υποστεί τη μοιραία επίδραση των καιρών. Κάποτε, θυμάμαι, ήταν ο καθένας μια ξεχωριστή περίπτωση. Μοιάζανε με τα παρατσούκλια τους. Είχαν τον δικό τους γοητευτικό τρόπο να μιλάνε. Τώρα όλοι μιλάνε και φέρονται σαν όλους. Ναι, τους αγάπησα εκείνους τους ανθρώπους, όπως αγάπησα και το νησί τους. Αυτό μπορώ να το πω χωρίς να ψεύδομαι ή να θέλω να γίνω αρεστός. Οι τόποι όμως είναι άπιστοι. Προσφέρουν τα κάλλη τους αδιακρίτως σε όλους, έστω και αν δεν είναι όλοι ικανοί να τα εκτιμήσουν. Και αυτό με πικραίνει. Θα ήθελα, όσο και αν αυτό φαίνεται εγωιστικό, την αποκλειστικότητα που φυσικά δεν μπορώ να την έχω. Γι' αυτό αρκούμαι τώρα πια στη γοητεία που ασκούν επάνω μου ένα κτήμα του οποίου έχουμε αναλάβει τη φύλαξη και ένα υπαίθριο πρωτόγονο θέατρο που φτιάξαμε εκεί με τα χέρια μας και το υστέρημά μας. Προσφορά από μέρους μας στους κατοίκους του νησιού. Και φυσικά περιμένω να τελειώσει κάποτε το μικρό μουσείο που ο Δήμος Εξωμβούργου ετοιμάζει για να στεγάσει κάποια έργα μου, δίνοντάς μου ένα περιθώριο υστεροφημίας. Ετσι είμαι πια δεμένος με το νησί, φυσικά και πνευματικά, και το ευγνωμονώ που δείχνει να με θεωρεί δικό του άνθρωπο, όπως το θεωρώ και εγώ πατρίδα μου». Το ΒΗΜΑ, 17/08/2008 , Σελ.: A51 Το Βήμα
|