Παραδοσιακή μουσική της ΙκαρίαςΗ μουσικοχορευτική παράδοση της Ικαρίας, με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό κομμάτι του συνόλου της ελληνικής παράδοσης. Ανήκει σε μία μεγάλη μουσική οικογένεια αυτή της θαλλασινής Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα του Αιγαίου. Σκοποί - χοροί - τραγούδια Στη μουσική ζωή της Ικαρίας την πιο σημαντική Θέση κατέχει ο Ικαριώτικος χορός με τις παραλλαγές του. Είναι καθαρά τοπικός σκοπός, ως προς τη μελωδία, αλλά και ως προς το βηματισμό. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι του χορού Ο παλιός και ο καινούριος. Ο παλιός είναι αυτός που παιζόταν παλαιότερα (και με τη λύρα και την τσαμπούνα) και η μελωδία του ήταν πιο απλή, με λίγες μουσικές παραλλαγές. Επίσης είχε και στίχους. Χορεύονταν σε κύκλους με τα χέρια δεμένα σταυρωτά και είχε απλό βηματισμό. Ο νεότερος είναι εξέλιξη του παλιού. Η μελωδία έχει εμπλουτιστεί και υπάρχουν αρκετές παραλαγές της πάνω σε κάποιο βασικό μοτίβο που ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή του νησιού (πχ. περαμαρίτικος). Οι παραλλαγές δεν είναι μόνο μουσικές, αλλά και χορευτικές (π.χ. αργός, τσαμούρικος κλπ.), όπου και σ' αυτή την περίπτωση οι διαφοροποιήσεις γίνονται ανάλογα την περιοχή και υπάρχουν και αντιστοιχίες με τις μουσικές παραλλαγές. Οι δεξιοτέχνες του βιολιού έχουν ο καθένας τον «δικό του» Ικαριώτικο, που σημαίνει ότι παίζουν με ιδιαίτερο τρόπο προσθέτοντας ο καθένας τα δικά του στολίδια. Μ' αυτό τον τρόπο ο Καριώτικος συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο την εξελικτική πορεία του ακόμα και σήμερα. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι υπάρχει τάση να τυποποιηθεί ο χορός σε μία - δύο παραλλαγές, μουσικές και χορευτικές, που είναι γνωστές σε ένα πλατύ κοινό κυρίως μη Ικαριωτών. Σίγουρα το ζήτημα απαιτεί περισσότερη έρευνα σε βάθος για να βγουν πιο ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τον Ικαριώτικο. ΡίβεςΜέρος της παράδοσης της Ικαρίας αποτελούν οι ρίβες. Πρόκειται για πολύστιχα ποιήματα με ομοιοκατάληκτο στίχο, (συνήθως η ομοιοκαταληξία γίνεται ανά δίστιχο), που αφηγούνται, σχολιάζουν ή σατιρίζουν συμβάντα της καθημερινότητας, πρόσωπα ή καταστάσεις. Παραδίδονται κατά κανόνα γραπτά και όχι προφορικά από στόμα σε στόμα. Τις ρίβες τις γράφουν οι «ποιηταράδες» ή «ριβατζίδες», οι οποίοι είναι συνήθως απλοί καθημερινοί άνθρωποι, προικισμένοι όμως με το χάρισμα να συνθέτουν σιίχους έξυπνα και γρήγορα. Στην Ικαρία δεν συνηθίζεται η επικοινωνία στα γλέντια με δίστιχα, (όπως π.χ. στην Κρήτη με τις μαντινάδες), υπάρχει όμως ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας με τις ρίβες. Όταν κάποιος αντιληφθεί ή δει κάτι αξιοπερίεργο ή ενοχλητικό, γράφει μια ρίβα, που αναφέρεται σ' αυτό, με κοροϊδευτική διάθεση συνήθως, και την τοιχοκολλάει σε κάποιο καφενείο, ταβέρνα ή σε κάποιο εμφανές σημείο στο χωριό, έτσι ώστε να το διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Φροντίζει πάντως την ώρα που θα το κάνει να μην είναι πολλοί παρόντες για να μη μαθευτεί ποιος έγραψε τη ρίβα, πράγμα που φυσικά αργά ή γρήγορο μαθεύεται. Τέτοιου είδους «κοινοποιήσεις» γίνονται ακόμα και σήμερα, Μουσικά όργαναΒιολίΤο βιολί είναι σήμερα το πιο δημοφιλές όργανο στο νησί. ‘Οπως προαναφέρθηκε είναι ένα από τα «δάνεια» της Δύσης, το οποίο σιγά - σιγά με το πέρασμα των χρόνων προσαρμόστηκε, άλλαξε η τεχνική του και αφομοιώθηκε από τις παραδόσεις των νησιών του Αιγαίου. ‘Εχει τέσσερις χορδές, που κουρδίζονται κατά διαστήματα 5ης καθαρής, σολ-ρε-λα-μι, και η μελωδία παίζεται κυρίως στην ψηλότερη (μι). Πολλές φορές σι λαίκοί βιολιτζήδες και στην Ικαρία χαμήλωναν την ψηλότερη χορδή το μι «όπως οι Τούρκοι» και με αυτόν τον τρόπο μάλλον πετύχαιναν πιο εύκολα τα διαστήματα των ελληνικών μουσικών «δρόμων», (των ασυγκέραστων παραδοσιακών κλιμάκων). Σήμερα πάντως η τεχνική παιξίματος του παραδοσιακού βιολιού πλησιάζει όλο και περισσότερο την κλασική τεχνική, αφού οι νέοι που μαθαίνουν φοιτούν συνήθως σε κάποιο ωδείο. Στην Ικαρία υπάρχουν τώρα αρκετοί αξιόλογοι «λαϊκοί βιολιτζήδες», νεότεροι ή γεροντότεροι, που εμφανίζονται στα πανηγύρια και σε κάθε είδους εκδηλώσεις και παίζουν ακούραστα τον καριώτικο και άλλους χορούς και τραγούδια. Το βιολί κυρίως συνοδεύεται από το λαούτο, που μαζί αποτελούν την παραδοσιακή νησιώτικη ζυγιά. ΛύραΗ λύρα ανήκει στην οικογένεια των εγχόρδων με τόξο (δοξόρι) και στον Ελλαδικό χώρο υπάρχει από πολύ παλιά. Τη συναντάμε κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα στο χώρο του Αιγαίου. Η πιο παλιά και απλή της μορφή είναι το «λυράκι». Η ικαριώτικη λύρα ανήκει σ' αυτόν τον τύπο, όπως και η λύρα της Καρπάθου. Είναι μικρή σε μέγεθος, φτιαγμένη σε μονοκόμματο ξύλο με σκαφτό ηχείο, που στο επάνω μερος του σχηματίζεται το χέρι. Το ξύλο που συνήθως χρησιμοποιείται για την κατασκευή της, είναι η μουριά. ‘Εχει τρία μέρη: Το ηχείο, το χέρι (λαιμό) και την κεφαλή. Δεν έχει ταστιέρα και οι τρεις χορδές της ακουμπούν σ ένα μόνο καβαλάρη χαμηλά στο ηχείο, ενώ στο επάνω μέρος του λαιμού δένουν στα κλειδιά, που είναι σφηνωμένα στην κεφαλή και με τα οποία κουρδίζεται. Το καπάκι, το επάνω μέρος του ηχείου, είναι συνήθως διαφορετικό ξύλο χωρίς ροζους. Έχει πάχος λίγα χιλιοστά και είναι επίπεδο ή λίγο κυρτό. Δίπλα στον καβαλάρη βρίσκονται τα «μάτια», δυο τρύπες που βοηθούν ν' ακούγεται καλύτερα ο ήχος. Μέσα στο ηχείο υπάρχει η «ψυχή», ένα μικρό κομμάτι ξύλο, που στηρίζεται στη μια άκρη στο σημείο κάτω από τον καβαλάρη και στην άλλη άκρη στον πυθμένα του ηχείου. Η ψυχή βοηθάει στο να μεταφέρονται ομοιόμορφα οι δονήσεις του ήχου σε ολόκληρο το ηχείο. Η λύρα χορδίζεται κατά διαστήματα 5ης καθαρής, ρε-λα-μι ή κατά 5η και 4η καθαρή, ρε-λα-ρε, χωρίς να ενδιαφέρει τον λυράρη το απόλυτο τονικό ύψος. Η μελωδία παίζεται στην πρώτη χορδή, την ψηλότερη, ενώ η δεύτερη και η τρίτη χρησιμοποιούνται συνοδευτικά κρατώντας ένα ίσο που δίνει στη λύρα το χαρακτηριστικό της χρώμα. Το δοξάρι είναι μικρό (μικρότερο από αυτό του βιολιού), λίγο κυρτό, φτιαγμένο από διάφορα ξύλα και τρίχες από ουρά φοράδας. Πολλές φορές έχει και μικρά κουδουνάκια, που κρέμονται από το ξύλο και με την κίνηση του χεριού του επιδέξιου λυράρη συνοδεύουν ρυθμικά το τραγούδι. Η λύρα παιζόναν σ' ολόκληρη την Ικαρία και είχε ρόλο ανάλογο του βιολιού. Κύριο μελωδικό όργανο που μ αυτό παίζονται και χοροί πηδηχτοί ή συρτοί. Μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο περίπου υπήρχαν αρκετοί λυράρηδες στο νησί, αλλά από τότε και ύστερα σιγά -σιγά το λυράκι όλο και περισσότερο το εγκατέλειπαν για το βιολί, που στο τέλος επικράτηοε. Πολλοί από τους σημερινούς βιολιτζήδες της Ικαρίας, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν ξεκινήσει από τη λύρα. Με το πέρασμα των χρόνων, στη λύρα έγιναν κάποιες μορφολογικές αλλαγές με πρότυπο το βιολί, προκειμένου να «επιβιώσει» και να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις των καιρών. Οι αλλαγές αυτές έγιναν με κέντρο την Κρήτη, όπου η λύρα εξακολουθεί να είναι το επικρατέστερο όργανο. Μεγάλωσε το ηχείο της, απέκτησε ταστιέρα, το χέρι της μάκρυνε και ο ήχος της έγινε βαθύτερος και γλυκύτερος. Επίσης η κεφαλή της έγινε όμοια με αυτή του βιολιού και όλη η διακόσμησή της πιο πλούσια. ‘Ετσι προέκυψε ο νεότερος τύπος που είναι η κρητική λύρα. Στα Περισσότερα νησιά του Αιγαίου η λύρα πριν εξελιχθεί αντικαταστάθηκε σταδιακά από το βιολί (με εξαίρεση την Κάρπαθο), όπως συνέβη και στην Ικαρία. ΤσαμπούναΗ τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Ο αντίστοιχος της στεριανής Ελλάδας είναι η γκάιντα. Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου, όπως σαμπούνα (‘Ανδρος), ασκομαντούρα (Κρήτη) κ.ά. Στην Ικαρία ονομάζεται τσαμπουνοφυλάκα. Η τσαμπούνα φτιάχνεται από ξύλο πικροδάφνης 7-8 εκ. με αυλάκι στο εσωτερικό (κουφωμένο), που καταλήγει σε χωνί. Στο αυλάκι εφαρμόζονται δύο λεπτά και σκληρά καλάμια χωρίς κόμπο και τα κενά μεταξύ τους γεμίζονται με κερί. Αυτά είναι τα «μπιμπίκια», που βγάζουν τη «φωνή». Τα καλάμια πρέπει να έχουν ίσο μήκος και πάχος για να δώσουν ίδιο τονικό ύψος. Είναι δηλαδή στην πραγματικότητα δύο καλαμένιες φλογέρες, μέσα σε ένα κομμάτι ξύλο, που στο τέλος του σχηματίζεται χωνί. Το ένα είναι για τη μέλωδία και έχει 5-6 τρύπες και το άλλο για το ίσο με 1 τρύπα. Στο πάνω μέρος τους εφαρμόζεται από ένα μικρότερο καλάμι, που στο πάνω άκρο του έχει μονό γλωσσίδι, (παρόμοιο στόμιο με του κλαρίνου). Το μέρος αυτό που βρίσκοντοι τα καλαμάκια με το γλωσσίδι είναι μέσα από το δέρμα στο ένα από τα πόδια του ζώου, που είναι ελεύθερα. Στο άλλο εφαρμόζεται το επιστόμιο, το μέρος δηλαδή που φυσάει ο οργανοπαίκτης. Το επιστόμιο είναι ένας μικρός, σωλήνας από καλάμι, (μερικές φορές από πικροδάφνη), που προσαρμόζεταο στο δέρμα ή το περνάνε στην τρύπα ενός καρουλιού και στερεώνουν το καρούλι στο δέρμα. Στην άκρη που βρίσκεται μέσα από το δέρμα στερεώνουν ένα άλλο κομμάτι δέρμα, που λειτουργεί σαν βαλβίδα για να μη Φεύγει ο αέρας όταν ο τσαμπουνιέρης σταματά το φύσημα για να πάρει ανάσα. Το χωνί στο οποίο καταλήγει η τσαμπούνα δεν είναι πάντα συνέχεια του ίδιου ξύλου. Μπορεί να είναι και από κέρατο βοδιού. Επίσης στη Θέση του ξύλου μπορεί να μπει ένα χοντρό καλάμι κομμένο στο πάνω μέρος. Το ασκί επειδή μπορεί με τον καιρό να φυράνει και να ξεραθεί, πολλές φορές το αλλάζουν. Μπορεί, ωστόσο να γίνει και ένα είδος συντήρησης για να μείνει μαλακό και να μη χάνει αέρα. Ο πιο, συνηθισμένος τρόπος είναι το πλύσιμο στη Θάλασσα. Η τσαμπουνοφυλόκα παίζεται με το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη. Συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος δεν υπάρχει. Ο κάθε οργανοπαίχτης διαλέγει τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο. Το βασικό τονικό ύψος του οργάνου καθορίζεται τυχαία από την κατασκευή Τα διαστήματα που δίνει επίσης καθορίζονται από την κατασκευή ανάλογα πόσο απέχουν οι τρύπες των καλαμιών μεταξύ τους, (είναι φυσικά και όχι συυγκερασμένα). Οι μελωδίες που παίζονται με την τσαμπούνα έχουν μικρή ένταση, (συνήθως μία 6η) και οι τσαμπουνιέρηδες τις στολίζουν με πολλά ποικίλματα και ξένες νότες. Ο ήχος της τσαμπούνας είναι οξύς και πολύ δυνατός σε ένταση, κατάλληλος για ανοιχτούς χώρους. Πολλές φορές παίζεται και μαζί με άλλα όργανα. Στην Ικαρία η τσαμπούνα παίζονταν περισσότερο στις Ράχες, στις περιοχές του Πάππα, καθώς και στους Φούρνους. Ενώ είναι αρκετές δεκαετίες που έχει πάψει να παίζεται, δεν έχει αντικατασταθεί από άλλο όργανο όπως συνέβη με τη λύρα. Και τη τσαμπούνα και τη λύρα σήμερα σύσκολα τα βρίσκουμε στην Ικαρία και σιιγά - σιγά σπανίζουν όλο και περισσότερο. Σήμερα όμως αρκετοί έχουν αρχίσει να στρέφονται προς τα παλιά αυτά όργανα και πάλι, είτε για να τα μάθουν, είτε για να τα μελετήσουν σαν μέρος της ΛαούτοΤο λαούτο κατάγεται από το ούτι, απ' όπου παίρνει και τ' όνομα του (αραβικά αλ ούντ = το ξύλο). Το λαούτο που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο έχει τέσσερις διπλές σειρές χορδών, που κουρδίζονται στους φθόγγους λα-ρε-σολ-ντο. Το κρητικό λαούτο επειδή συνήθως συνοδεύει τη λύρα και όχι το βιολί, κουρδίζεται μια καθαρή τετάρτη πιο χαμηλά, δηλ. μι-λα-ρε-σολ. Εξαιτίας του χαμηλότερου κουρδίσματος έχει μεγαλώσει και όλο το όργανο. Το λαούτο της Μικράς Ασίας φαίνεται ότι υπήρχε πριν από το λαούτο του ελλαδικού χώρου, το οποίο εμφανίζεται στα τέλη του περασμένου αιώνα (το λαούτο που αναφέρεται στον "Ερωτόκριτο" ήταν μάλλον το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό λαούτο, που ελάχιστες ομοιότητες είχε με το σημερινό ελληνικό λαούτο). Στην Κρήτη ειδικότερα αρχίζει να εμφανίζεται κατά το 18ο αιώνα σε σχήματα με λύρα και βιολί, κυρίως ως συνοδευτικό όργανο. ΜπουζούκιΤο Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο ηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες και μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς την κατεύθυνση του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου. Διαθέτει τρεις ή τέσσερεις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικο δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοι διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή του μπουζουκιού σε 8χορδο. Αλλα όργαναΤο λαούτο, που αρκετές φορές αναφέρθηκε ως τώρα, είναι ένα ακόμα όργανο, που παιζόταν στο νησί σαν συνοδευτικό κυρίως μαζί με το βιολί, τη λύρα ή άλλα όργανα. Επίσης παιζόταν και το πιδαύλι, ένας τύπος καλαμένιας φλογέρας, Σήμερα από το καριώτικο γλέντι δεν λείπει ποτέ το βιολί, το οποίο συμπράττει με διάφορα όργανα οικεία ή ξένα προς την παράδοση του νησιού. Πιο συνηθισμένα είναι το μπουζούκι και η κιθάρα, αλλά πολλές φορές συναντάμε και ηλεκτρικά όργανα, αρμόνιο, ηλεκτρική κιθάρα, καθώς και διάφορα κρουστά, ντέφι, τουμπελάκι, μερικές φορές και ντραμς (ή drum machine). Επίσης έχουν δημιουργηθεί και κάποια μόνιμα μουσικά σχήματα με διάφορα όργανα, ανάλογα τι διαθέτουν τα μέλη τους. Παραδοσιακά τραγούδιαΑμπέλι μου στραβόραβδοΑμπέλι μου στραβόραδο,παλιά καταβολάδα, Η ΑμπελοκουτσούραΟ θεός να την πολυχρονεί την αμπελοκουτσούρα, Δώσ' του πέραΔώσ' του,δώσ' του, δώσ' του πέρα, |