Ρήμα της αλώσεωςΜεταφορά του κειμένου στη σύγχρονη δημοτική γλώσσα:Που νάταν ν' άψει να καεί η ώρα μέρα εκείνη που θέλησε ο Αριμαλής κι ο Κρυδοραϊλης α παν να πολεμήσουνε της Νικαριάς το Κάστρο, οπού 'ταν Κάστρο φοβερό κάστρο εξακουσμένο στου βασιλιά τις κάμερες τόχαν ζωγραφισμένο. Ο βασιλιάς ετοίμασε ο ίδιος το φουσσάτο γιατί απ' το χάρτη έπρεπε να σβήσει αυτό το Κάστρο Και τις μπρατσέρες άραξαν στο Φάρο, στο Φανάρι δεξιά ρίχνουν τις άγκυρες πίσω τα παλαμάρια. Μαζί με δαύτους ήταν κι ο Γιάννης ο Σπιούνος Κι αυτός τον τόπο ήξερε κι ούλλα τα μονοπάτια. Τη μέρα εκοιμούντανε το βράδυ επερπατούσαν και μέσα στις βεθές αυγές ηπήξαν οι Ατσίδες και στα γλυκοχαράματα στου Φίλιππου τον κάμπο κι εκεί φωνήν εβγάλανε "εβγάτε από το κάστρο" Κανείς δεν αποκρίθηκε να έβγει από το κάστρο μα ένας γέρος αψόθυμος όπου τον λεν Ατσίδη αυτός μονάχα εφώναξε με σιγουριά μεγάλη - Μπας και θαρρείς βρε Μίραλη και συ Κρυφοραϊλη που πορπατάς και λες και καστροπολεμάστρα; Τούτο το κάστρο είν' φοβερό παντού είναι ξακουσμένο στην Πόλη και στην Βενετία είναι σταμπαρισμένο, στο βασιλιά τις κάμαρες τόχουν ζωγραφισμένο. Έρχονται τα εφτάδελφα οι καστροπολεμιστές νάρθουν να πολεμήσετε ν' αντιπαραταχθείτε. - Και που τα εφτάδελφα οι καστροπολεμιστές που θε να πολεμήσουμε ν' αντιπαραταχθούμε; - Πήγανε πίσω στην Πλαγιά στης Ίκαρης το γάμο. Σαν ήκουσεν ο Μίραλης πως λείπουν τα θηριά Εμπρός γιουρούσι εφώναξε με λύσσα με μανία. Τις πόρτες εχτυπούσανε μα ήταν σιδερένιες κι από μέσα ήτανε καλά αμπαρωμένες. Πάνω στην ώρα την κακιά που άρχισεν η μάχη να και τροχάδην έρχεται ένας άσπρος καβαλάρης. Κανείς δεν το εγνώριζε αυτό το παλικάρι ουτ' απ' τις Ράχες ήτανε, ούτ' απ' το Φανάρι. Πέτρα σηκώνει από τη γη, ψηλά τηνε σηκώνει Θε μου φωνάζει δυνατά να πάρω ένα κεφάλι Θεέ μου και πατέρα μου βοήθα με και πάλι να ρίξω την πετρίτσα μου να πάρω δέκα κάτω και ρίχνει και την δεύτερη και πέρνει άλλους δέκα. Μα ένας απ' τ' ανάθεμα από τους χαλικάδες π' αυτός τους Τούρκους έκανε μεγάλους ντεμενάδες. - Εγώ, μιαν κόρη αγαπώ και κείνε δεν με θέλει εαν μου τη χαρίσετε, εγώ θα σας ανοίξω, Κι άλλα πολλά του τάξανε ώσπου να τους ανοίξει και τα κλειδιά του πέταξε πίσω από το μεντένι ανοίξανε και ορμήσανε όλοι με λύσσα μέσα. Τον πρώτο που σκοτώσανε ήτανε ο προδότης που από το χέρι κράταγε του Λιού τη θυγατέρα, την κόρη την πεντάμορφη από την Προεσπέρα. Μα σαν την κόρη είδανε εμείναν σαστισμένοι κι όλοι την κόρη θέλανε καθένας για δική του. Τότε σφαγή εβάλανε αυτοί αναμεταξύ τους. Να και τ' αδέλφια φτάσανε οι καστροπολεμιστές μα σαν τους Τούρκους είδανε βγάζουν τα γιαταγάνια. Σκοτώσανε και σφάξανε μα τελειωμό δεν είχαν και οι Τούρκοι που εμείνανε το βάλανε στα πόδια. Τ' αδέλφια τους κυνήγησαν κυνηγητό μεγάλο, τον Αμιράλη επιάσανε εκεί κάτω στις σκάλες. Πιάσανε πλήθος από οχτρούς και τον Κρυφοραϊλη. Τους άλλους τους εσκοτώσανε σαν μπαίναν στις μπρατσέρες. Τον Γιάννη τον επιάασανε ψηλά στο Καταφύγι που έτρεχε κι αυτός μαζί να ξεφύγει. Πήραν τον Σάρακα τον βου τον δέσαν στην ουρά, τον δέσαν και τον πηγαίνανε για να τον δουν στο Κάστρο, εκεί πια τον αφήσανε κορμί δίχως κεφάλι. Στο Κάστρο σαν εγύρισαν τ' αδέλφια τα εφτά στεφάνι τους εφόρεσαν από κλήματ' αργυρά |