Αρχή » Αρθρογραφία για την ΙκαρίαH AΠOΛOΓIA του Xριστόδουλου ΞηρούΤύπος » Αναδημοσιεύεσεις - 31/07/2003Σε 46 χειρόγραφες σελίδες, τις οποίες διάβαζε στο δικαστήριο επί δύο περίπου ώρες, περιέλαβε ο Χριστόδουλος Ξηρός την άρνηση όλων των κατηγοριών που τον βαρύνουν, όπως και τις ομολογίες που του αποδίδονται. Ο κατηγορούμενος επανέλαβε τους ισχυρισμούς του περί κατασκευασμένων απολογιών, τις οποίες υποχρεώθηκε να υπογράψει, επισημαίνοντας κάποια σημεία που αποδεικνύουν - όπως τονίζει - την αλήθεια των λεγομένων του. «Ακόμη κι αν με τεμάχιζαν στον τροχό της Ιεράς Εξέτασης δεν θα έλεγα τίποτε, όχι γιατί είμαι θαρραλέος αλλά γιατί απλούστατα δεν ήξερα. Γι' αυτό χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της προκατασκευασμένης ομολογίας και των χημικών», κατέληξε. X. ΞΗΡΟΣ: Γεννήθηκα σε ένα ακριτικό νησί του Αιγαίου σε μια φτωχή οικογένεια. Από τα 10 αδέρφια μου, όντας ο μεγαλύτερος γιος, έπρεπε από πολύ μικρός να βοηθώ την οικογένειά μου στον δύσκολο αγώνα για την επιβίωση. Αυτό ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο, γιατί με δίδαξε από πολύ νωρίς να έχω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου, να εκτιμώ και να στηρίζω τους συνανθρώπους μου και να κοιτάζω τους άλλους ανθρώπους στα μάτια. Δούλεψα σκληρά όλα αυτά τα χρόνια, τηρώντας απαράβατα αυτές τις αρχές. Ουδέποτε έβλαψα συνάνθρωπό μου, ουδέποτε έκλεψα, ουδέποτε έγλειψα. Από πολύ νέος συνειδητοποίησα την κοινωνική αδικία και αγωνίστηκα με τις μικρές μου δυνάμεις στο μαθητικό στην αρχή, στο φοιτητικό μετά και αργότερα στο εργατικό κίνημα στον χώρο της άκρας Αριστεράς. Δεν ήμουν βέβαια αυτό που λένε ηγετικό στέλεχος, ούτε φιλοδοξούσα ποτέ να γίνω. Μου αρκούσε να βάζω το λιθαράκι μου στους κοινούς αγώνες. Παρ' όλα αυτά ήμουν αρκετά γνωστός σε αυτούς τους χώρους, μπαίνοντας πάντα στην πρώτη σειρά στις διαδηλώσεις, πορείες, απεργίες, καταλήψεις κ.ά. και λέγοντας πάντα με παρρησία τη γνώμη μου στις συνελεύσεις σωματείων, συλλόγων κ.λπ., χωρίς να έχω κάτι να κρύψω από τη δράση μου, ούτε και κάτι επιλήψιμο βέβαια. Επίσης ήμουν γνωστός και λόγω της χαρακτηριστικής φυσιογνωμίας και του όγκου μου. H παρουσία μου στους μαζικούς αυτούς χώρους ήταν απολύτως διάφανη, ουδέποτε απέκρυψα τις ιδεολογικές μου απόψεις και επειδή αυτοί οι χώροι ακόμη και στις συνθήκες δημοκρατίας παρακολουθούνται και ελέγχονται από την Ασφάλεια, η δράση μου ήταν γνωστή και σ' αυτούς. Ουδέποτε εντάχθηκα ή συμμετείχα με οποιονδήποτε τρόπο στην Οργάνωση 17N ούτε σε καμία συνωμοτική οργάνωση και ουδέποτε συμμετείχα στις δραστηριότητες που οι κατασκευασμένες από την Αντιτρομοκρατική «απολογίες» μού αποδίδουν. Πώς όμως βρίσκομαι σε αυτή την αίθουσα καλούμενος να απολογηθώ για εκατοντάδες αδικήματα;
H εξουσία και οι μηχανισμοί της έδειχναν πάντα απέραντο μίσος απέναντι στους λαϊκούς αγωνιστές, πολύ δε περισσότερο αυτό εκφραζόταν εναντίον αυτών που δεν διεκδίκησαν ποτέ οποιαδήποτε μορφή εξουσίας μέσα στο κίνημα. Φυσικά ουδέποτε σκέφτηκαν να εξαργυρώσουν τους αγώνες τους. Όντας δε οι περισσότεροι απ' αυτούς και πολιτικά άστεγοι, με την έννοια του κομματικού μηχανισμού και άρα περισσότερο ευάλωτοι, αποτελούν τον προσφιλή στόχο των μηχανισμών αυτών. H συντριπτική πλειοψηφία των συνήθων υπόπτων που όλα αυτά τα χρόνια μεσούσης της δημοκρατίας συκοφαντήθηκαν, λοιδορήθηκαν, προπηλακίστηκαν, διώχθηκαν και φυλακίστηκαν, ήταν τέτοιοι αγωνιστές. Το ίδιο και η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών κατηγορουμένων. Αλλά βρίσκομαι εδώ και για δύο ακόμη λόγους: Ο πρώτος είναι ότι δυστυχώς κύριοι, όπως δήλωσαν όλοι όσοι με γνωρίζουν, είμαι ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας. Και λέω δυστυχώς, γιατί αυτό στις μέρες μας αποτελεί όνειδος. Γιατί αν ήμουν καλολαδωμένος δημόσιος υπάλληλος, επίορκος νεόπλουτος πολιτικός, έμπορος όπλων ή ναρκωτικών, νταβατζής, δουλέμπορος, μαφιόζος ή έστω πλούσιος, θα ήμουν αυτή τη στιγμή σπίτι μου και δεν θα με ενοχλούσε κανείς. Ο δεύτερος λόγος που έφερε και εμένα και όλη μου την οικογένεια στο μάτι του κυκλώνα, είναι φυσικά η έκρηξη βόμβας στα χέρια του αδερφού μου πέρυσι, στις 29/6 στον Πειραιά. Για πρώτη φορά κατέθεσα στην Αντιτρομοκρατική όπου κλήθηκα τηλεφωνικώς την Τετάρτη 3/7/2002 χωρίς φυσικά να προκύψει τίποτα. Όταν με έπιασαν την Τρίτη, 16/7 το μεσημέρι, οδηγήθηκα στην Αντιτρομοκρατική και κλείστηκα σε ένα γραφείο με έναν φύλακα μέχρι τις 23.00 περίπου, χωρίς να μου απευθύνουν ούτε λέξη. Να σημειώσω εδώ ότι σε όλο αυτό το διάστημα, από την 1/7/2002 που ήρθα στην Αθήνα μετά τον τραυματισμό τού αδερφού μου, μέχρι τη σύλληψή μου, κυκλοφορούσα με τις κάμερες των MME στο κατόπι μου, δίνοντας και συνεντεύξεις και ούτε στιγμή δεν μου πέρασε βέβαια από το μυαλό να κρυφτώ. Στο γραφείο της Ασφάλειας κάθε τόσο μού πρόσφεραν καφέ, πορτοκαλάδες, νερό κ.ά. Εγώ ζητούσα συνεχώς δικηγόρο και μού έλεγαν στην αρχή «δεν σου χρειάζεται, θα καταθέσεις σαν μάρτυρας, όπως στις 3/7». Κατά τις 23.00 με έπιασε ένα φοβερό σφίξιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ένας παράλογος πανικός, που όσο περνούσε η ώρα χειροτέρευε. Ξαφνικά μπήκαν μέσα 8 άτομα, μεταξύ τους ο Σύρος και ο Διώτης και άρχισαν όλοι μαζί να με πιέζουν λέγοντας: «Τα ξέρουμε όλα, αν θες να βοηθήσεις τον αδερφό σου πρέπει να συνεργαστείς, αλλιώς θα τον πάρεις στο κουτί με τα λουλούδια. Δεν θα ξαναδείς το φως του ήλιου, ξέρεις, είσαι στον 12ο, μπορείς να πηδήξεις, θα σου γαμήσουμε όλη την οικογένεια, τους μικρούς τούς τυλίξαμε ήδη. Θα σας στείλουμε πακέτο στο Γκουαντανάμο» και πολλά άλλα παρόμοια. Εδώ θέλω να σημειώσω ότι το σύγχρονο Νταχάου των νεοναζί Αμερικάνων στο Γκουαντανάμο είναι πραγματική απειλή και τρομοκρατία για όλο τον κόσμο και καθόλου δεν σημαίνει ότι εκεί κρατούνται μόνο ένοχοι. Οι ίδιοι οι Αμερικάνοι πρόσφατα απέλυσαν κάποιους γιατί δεν προέκυψαν στοιχεία.
Όταν εγώ ζήτησα δικηγόρο, γελούσαν και μου έλεγαν: «Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, από δω μέσα δεν θα βγεις ζωντανός». Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το μεσημέρι της Πέμπτης 18/7 ασταμάτητα. Από την αρχή κρατούσαν διάφορα χαρτιά και με πίεζαν να τα υπογράψω. Εγώ είχα φτάσει σε σημείο παραληρήματος, δεν είχα πια καμία βούληση και σχεδόν πίστευα αυτά που μου έλεγαν και έφτασα σε σημείο να υπογράφω ό,τι έβαζαν μπροστά μου, χωρίς φυσικά να έχω τη δυνατότητα ανάγνωσης. Έτσι έγινε η καλούμενη απολογία μου, που την είχαν ήδη έτοιμη γραμμένη από πριν και χωρίς εγώ να λάβω καν γνώση του περιεχομένου της. Τις λεπτομέρειες της προσωπικής μου ζωής που περιέχει, όπως είδα εκ των υστέρων, τις άντλησαν προφανώς από την προηγούμενη κατάθεσή μου στις 3/7. Μετά την υπογραφή, το μεσημέρι δηλαδή τής Πέμπτης, με οδήγησαν να αναγνωρίσω έναν άγνωστο σε εμένα άντρα, τον Γιωτόπουλο, λέγοντάς μου: «Θα του πεις είσαι ο Λάμπρος ο ψηλός». Μόλις του το είπα, μού απάντησε: «Δεν ντρέπεσαι ρε να λες ψέματα;». Και με έβγαλαν άρον - άρον έξω. Το ίδιο επαναλήφθηκε αργότερα με δύο επίσης αγνώστους τότε σε εμένα άντρες που τους αναγνώρισα σαν Βαγγέλη και Νικήτα. Μετά από αυτά μού επέτρεψαν να μιλήσω με τον Σάββα τηλεφωνικώς και του είπα: «Τι είναι αυτό που πάθαμε» και μου απάντησε «τι στεναχωριέσαι, εμείς δεν έχουμε και φόνους» και ηρέμησα κάπως, γιατί ανάμεσα στις άλλες απειλές μού έλεγαν «θα σου φορτώσουμε όλον τον Ποινικό Κώδικα ρε!». Σ' αυτό το σημείο θα σας αναγνώσω ένα απόσπασμα από το απολογητικό μου υπόμνημα που κατέθεσα στις 27/10 στον ειδικό εφέτη ανακριτή, το οποίο και δεν ελήφθη υπόψη. Λέω λοιπόν: «H μοναδική μου δραστηριότητα που είναι ποινικά αξιόλογη σε όλη μου τη ζωή ήταν ότι συνεργάστηκα με τον αδερφό μου Σάββα, μόνο οι δυο μας, χωρίς εγώ ή αυτός να φέρουμε όπλο, στην αφαίρεση 4 ή 5 αυτοκινήτων και αν θυμάμαι καλά δύο μοτοσικλετών, όχι για να ιδιοποιηθούμε τα οχήματα, αλλά μόνο για να τα χρησιμοποιήσει για ελάχιστες μέρες ή και ώρες ο αδερφός μου. Όταν μου ζήτησε αυτή τη βοήθεια ο αδερφός μου, και εγώ αποδέχθηκα να τον βοηθήσω, μού έκανε λόγο για μια ομάδα φίλων του που επρόκειτο να έχει αντιεξουσιαστική δραστηριότητα. Ουδέποτε μού έκανε λόγο για την Οργάνωση 17N και ουδέποτε μού ανέφερε ότι τα οχήματα αυτά θα χρησιμοποιούνταν για τη δράση της Οργάνωσης αυτής». Πίστευα λοιπόν καθ' όλη τη διάρκεια των πιέσεων που δεχόμουν, ότι η συνεργασία που μου ζητούσαν αφορούσε αυτή μου τη δραστηριότητα, όταν δε μίλησα με τον αδερφό μου, σιγουρεύτηκα ότι όντως γι' αυτό επρόκειτο. Πού να φανταζόμουν... Το ίδιο βράδυ της Πέμπτης ήρθαν οι γονείς μου με δύο δικηγόρους, την κα Κούρτοβικ και τον κ. Παπαδάκη. Οι αστυνομικοί, αφού με τρομοκράτησαν και μου εξήγησαν τι θα πάθω αν τολμήσω να τους διορίσω, μου επέτρεψαν να συναντήσω για μερικά λεπτά μόνο τον κ. Παπαδάκη στο γραφείο του Σύρου, παρουσία και άλλων αστυνομικών. Δεν τόλμησα βέβαια να τον ενημερώσω ή να τον διορίσω. Ο ίδιος μπορεί να σας βεβαιώσει σε τι ψυχοσωματική κατάσταση ήμουν εκείνο το βράδυ, με δεδομένο ότι δυο - τρεις μέρες πριν τη σύλληψή μου τον είχα επισκεφθεί στο γραφείο του. Εδώ θέλω να πω ότι από την 1/7 που ήρθα στην Αθήνα μέχρι τη σύλληψή μου, καθημερινά ερχόμουν σε επαφή με δικηγόρους για το θέμα του αδερφού μου. ¶ραγε, όταν τους χρειαζόμουν εγώ ξαφνικά τους μίσησα; H απολογία μου στην 4η ανακρίτρια έγινε φυσικά χωρίς δικηγόρο, εν μέσω απειλών και εκφοβισμών από πάνοπλα μέλη της Αντιτρομοκρατικής με κουκούλες, που ευρίσκοντο μέσα στο γραφείο της και με σημάδευαν συνεχώς.
Μάλιστα η ανακρίτρια αφού με ρώτησε αν επιβεβαιώνω όσα προανακριτικά έχω καταθέσει, ζήτησε να με μεταφέρουν σε παρακείμενο γραφείο και όταν με ξανάφεραν σε λίγη ώρα είχε ήδη καταγραφεί η δήθεν απολογία μου και απλά υπέγραψα. Μετά ταύτα δε μεταφέρθηκα πάλι στην Αντιτρομοκρατική όπου παρέμεινα για άλλες 11 μέρες, ώς τις 21/7 κατά παράβαση του νόμου. Μετά την απολογία μου στην ανακρίτρια, δεν θυμάμαι ποια ακριβώς ημέρα, μου επέτρεψαν να διορίσω έναν δικηγόρο που μου υπέδειξαν αυτοί, τον κ. Ασημάκη. Την ίδια μέρα το μετάνιωσαν και με υποχρέωσαν να τον απολύσω με φαξ που έστειλαν οι ίδιοι από την Ασφάλεια. Προφανώς τον απέλυσαν λόγω των δηλώσεων περί ανακλήσεως των απολογιών. Μόνο όταν έφτασα στον Κορυδαλλό, και συγκεκριμένα αρχές Αυγούστου, κατόρθωσα να έρθω σε επαφή για πρώτη φορά με συνήγορο. Θα αναρωτιέται κανείς γιατί δεν ανακάλεσα αμέσως τότε τις ψευδείς ομολογίες μου. Όλο το διάστημα που εκρατούμην στην Αντιτρομοκρατική οι απειλές συνεχίζονταν αμείωτες. Αλλά και όταν μεταφερθήκαμε στη φυλακή, ο αδερφός μου Σάββας παρέμεινε στα χέρια τους για έναν ακόμη μήνα και μάλιστα τραυματίας και όταν ακόμη ήρθε στον Κορυδαλλό στις 2/9, θα του γίνονταν άλλες τέσσερις επεμβάσεις, όπου ή ξανάπεφτε στα χέρια της Αντιτρομοκρατικής, ή ενδέχετο να μη γίνουν καθόλου, όπερ σημαίνει ότι έπρεπε να αποφασίσουμε μαζί. Παρ' όλα αυτά, μόλις ήρθε, αυτός πρώτος αποφάσισε, αν και διακινδύνευε την υγεία του και όχι μόνο, να πούμε την αλήθεια και να προχωρήσουμε αμέσως στην αναίρεση των κατασκευασμένων και ψευδών ομολογιών και στην καταγγελία των βασανιστηρίων. Για να γίνουν αυτά χρειαζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, τεράστια προσπάθεια για να συγκεντρώσω το μυαλό μου και να οργανώσω τις σκέψεις μου. Το ίδιο και ο Σάββας. Ακόμη και σήμερα, ένα χρόνο μετά, έχω αδυναμία συγκέντρωσης και δυσκολεύομαι πολλές φορές να εκφραστώ ακόμη και σε απλά καθημερινά πράγματα, κάτι που ουδέποτε μού συνέβαινε στο παρελθόν. Εκτός από τα παραπάνω είχαμε να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια και τις καθυστερήσεις που μας δημιουργούσαν εδώ μέσα, προβλήματα στην ελάχιστη έτσι κι αλλιώς επικοινωνία με τους συνηγόρους, απαγόρευση ανταλλαγής εγγράφων, λογοκρισία και κατάσχεση απολογιών και εγγράφων υπεράσπισής μας, πλήρη παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών ακόμα και με τους συνηγόρους και ποικίλες άλλες πιέσεις, όπως κλήση σε απολογία και τέταρτου αδερφού μας κ.ά. «Με κουκουλοφόρους μάρτυρες κα λύπτετε την ανυπαρξία στοιχείων» Χριστόδουλος Ξηρός: Στην προανακριτική μου απολογία όλα τα πρόσωπα μου ήταν άγνω στα όπως και όλες οι πράξεις που μου καταλογίζονταν
Το ότι είναι προκατασκευασμένη η απολογία μου φαίνεται και αποδεικνύεται και από τα παρακάτω: α) Την Τετάρτη 3/7 ανακρίθηκα επί 14 ώρες στην Αντιτρομοκρατική χωρίς φυσικά να προκύψει τίποτα ενοχοποιητικό. β) Από το αστυνομικίστικο ύφος που είναι γραμμένη η δήθεν απολογία μου. Κανένας αριστερός δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ τον όρο «αρχηγός - υπαρχηγός», αντί το «καθοδηγητής» ή «υπεύθυνος πυρήνα» κ.ά. Κανένας αριστερός δεν θα χρησιμοποιούσε τον όρο «στόχος» για άνθρωπο. Ξέρετε εσείς πολλούς εργάτες να χρησιμοποιούν στο λεξιλόγιό τους τα παρακάτω; «Επέβαινε μόνο ο οδηγός και διήρχετο σε καθημερινή βάση», «Μία μοτοσικλέτα και ένα I.X. επιβατηγό», «Σε αυτή τη φάση είχε προεπιλεγεί κατάλληλο σημείο όπου θα ευρίσκετο σταθμευμένο». Εγώ δεν ξέρω κανέναν τουλάχιστον. Και πολλά άλλα, σε τελείως υπηρεσιακό ύφος. γ) Από τις συμπτώσεις που έχει με απολογίες άλλων συγκατηγορουμένων, το μόνο που αποδεικνύεται είναι ότι γράφηκαν από το ίδιο πρόσωπο. Σε πολλά σημεία μάλιστα επαναλαμβάνονται ατόφιες φράσεις ή και παράγραφοι. δ) Από τις ανακρίβειες που περιέχει, εμφανίζομαι να συζητάω στα μέσα και στο τέλος του '83 με τον Λεσπέρογλου και τον Αδηλίνη. Ο μεν πρώτος ήταν εξαφανισμένος από τον Οκτώβριο του '82, ο δε δεύτερος στη φυλακή από τον Οκτώβριο του '82 έως το '84. Παρ' όλα αυτά τους συναντώ σε αμφιθέατρα, συζητάμε για ένοπλη πάλη και μάλιστα δεν μου φάνηκαν και σοβαροί. ε) Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή στη σφαίρα του φανταστικού της Αστυνομίας, με στρατολόγησε και ο Γιάννης Σερίφης επίσης σε αμφιθέατρο. Στη 17N με στρατολόγησε η Αντιτρομοκρατική στις 16/7/2002 γιατί με χρειαζόταν για να οργανώσει τα σενάριά της περί συγκοινωνούντων δοχείων, εξ ου και οι Λεσπέρογλου, Αδηλίνης, Σερίφης και να στηρίξει την πεποίθησή της περί οργανώσεων συγγενών που δικαιολογούσαν μεταξύ άλλων, κατά τη γνώμη τους, την επί τόσα χρόνια απραξία τους. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι όταν συνέλαβαν τον αδερφό μου Βασίλη, Δευτέρα 15/7, τον πίεζαν να «δώσει» ως μέλη τούς μικρού αδερφούς μας Νίκο και Αυγουστίνο και την άλλη μέρα, στις 16/7, στο τέλος της κατάθεσής του, θυμάται εμένα. Προφανώς οι μικροί δεν τους έκαναν για να εμπλέξουν Σερίφη, Γιωτόπουλο, Ψαραδέλλη και άλλους. Βέβαια ούτε εγώ τους έκανα, λόγω σωματικής διάπλασης κυρίως, αλλά δεν είχαν και τίποτε άλλο σε αυτά τα πλαίσια. Έτσι λοιπόν με τον χιτλερικό νόμο περί συλλογικής ευθύνης μεθοδεύτηκε η συμμετοχή μας και παρά λίγο και του Αυγουστίνου, μόνο γιατί μας χρειαζόταν, όχι γιατί υπήρχε το παραμικρό στοιχείο για εμάς, ούτε καν υποψία. Αφού να φανταστείτε δεν ερεύνησαν καν το σπίτι που έμενα στην Ικαρία, δεν πήραν καν την τηλεφωνική μου ατζέντα. Το σπίτι της μνηστής μου στη Λεωφ. Ιωνίας στην Αθήνα που ερεύνησαν, την 1/7/2002, το ερεύνησαν επειδή είχε τα κλειδιά πάνω του ο Σάββας όταν τραυματίστηκε, όχι γιατί με υποψιάζονταν. Να προσθέσω εδώ ότι στην προσπάθειά τους να με εμπλέξουν στην απολογία του αδερφού μου Βασίλη, φέρομαι να λαβαίνω μέρος σε μια ληστεία. Αφήνω ασχολίαστο το γεγονός ότι κατηγορούμαι ως δράστης ληστειών με λεία εκατοντάδων εκατομμυρίων, τη στιγμή που όλα μου τα χρόνια, όπως κατέθεσαν και μάρτυρες και όπως πολύ καλά γνωρίζετε, είμαι όχι απλώς πάμπτωχος, αλλά και χρεωμένος. Συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 1998 στην Εθνική Τράπεζα Βύρωνα όπου υποτίθεται ότι αναφέρει ο Βασίλης επί λέξει: «Απ' όσα γνωρίζω εγώ, από τα κλεμμένα αυτά θα πληρώνονταν τα γραμμάτια του Μανόλη, δηλαδή του αδερφού μου Χριστόδουλου, για το ξυλουργείο που αυτός έφτιαχνε στην Ικαρία». Πρόκειται περί προφητείας; Την άδεια γι' αυτό το ξυλουργείο την έβγαλα στις 11/1/2001 και ξεκίνησα το χτίσιμο το καλοκαίρι του ίδιου έτους, αφού πήρα δάνειο από την τράπεζα Πίστεως 10 εκατομμύρια και ο αδερφός μου το γνώριζε αυτό. Βγάλτε τα συμπεράσματά σας. στ) Εμφανίζομαι επίσης να περιγράφω τον Γιωτόπουλο σαν «Λάμπρο» ή «ψηλό» και να λέω με σιγουριά ότι είναι πάνω από 1,87, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν τον είχα δε ποτέ μου, γιατί ουδέποτε θα αποκαλούσα «ψηλό» έναν κοντύτερο από μένα, 1,82, όπως είναι αυτός. H όλη δομή τής δήθεν απολογίας μου είναι τέτοια που να εξυπηρετεί ακριβώς τον σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε και μάλιστα φτιάχτηκε στην κυριολεξία στο γόνατο, γιατί: Πρώτον, στις ελάχιστες περιπτώσεις που περιγράφει λεπτομερώς ενέργειες, βρίθει ανακριβειών, όπως στην περίπτωση Μομφερράτου, όπου λέει ότι οι δράστες διέφυγαν με μηχανάκια και άλλα. Δεύτερον, προσθέτει φανταστικές λεπτομέρειες σε άλλες περιπτώσεις για να είναι πιο πειστική, όπως στην περίπτωση Αγγελόπουλου με το χαρτόκουτο που υποτίθεται ότι είχε ο δράστης στο σακίδιό του για να τοποθετήσει δήθεν μέσα το πιστόλι. Το ίδιο κάνουν και σε απολογίες άλλων, όπως η ιστορία τής δήθεν στρατολόγησής μου στην απολογία του Σάββα, σε αμφιθέατρο μάλιστα από τον Γιάννη Σερίφη, όπου ισχυρίστηκε ότι ήξερε καλά τον θείο μου Τσακαλία. Αυτό, πέρα από την αποτυχημένη προσπάθεια διασταύρωσης, υποκρύπτει και προθέσεις περαιτέρω ενοχοποιήσεως συγγενών ή φίλων. Τρίτον, τις υπόλοιπες ενέργειες τις αναφέρει τηλεγραφικά μόνο και μόνο για εμπλέξει συγκεκριμένα ονόματα που ήταν και ο κύριος σκοπός τους. Πάνω στη βιασύνη τους μάλιστα με εμφανίζουν να ομολογώ και πράξεις που δεν έγιναν, όπως η ληστεία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Αιγάλεω. Τέλος, «TA NEA» της Τετάρτης 17/7 αναφερόμενα στη σύλληψή μου λένε χαρακτηριστικά ότι είμαι σημαντικότερος και από τον Σάββα στην ιεραρχία της 17N και ότι επίκειται σύλληψη τροτσκιστή που είχε σχέση με κύκλους του Παρισιού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Με δεδομένο ότι εγώ πρώτος φέρομαι να κατονομάζω - υποτίθεται - τον Ψαραδέλλη ως μέλος και ως υπαρχηγό μάλιστα της 17N, είναι φανερό ότι οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από διαρροή της απολογίας μου. Εγώ όμως, σύμφωνα με το έγγραφο που έχετε στη δικογραφία σας, άρχισα να απολογούμαι το πρωί της Τετάρτης 17/7 στις 5.50, όταν δηλαδή οι εφημερίδες της ημέρας έχουν ήδη τυπωθεί. Είναι λοιπόν η υποτιθέμενη απολογία μου όχι μόνο προκατασκευασμένη, αλλά έχει ήδη αρχίσει να διαχέεται στον Τύπο πριν ακόμη αρχίσω να καταθέτω. Με τον ίδιο ή παραπλήσιους τρόπους πιστεύω ότι απέσπασαν «ομολογίες» και από άλλους συγκατηγορούμενούς μου, όπως για παράδειγμα τον κ. Καρατσώλη, ο οποίος επίσης φέρεται να ομολογεί πράξεις που αποδεδειγμένα ουδέποτε διέπραξε, ή τον αδελφό μου Βασίλη. Με τον Βασίλη μάλιστα συμβαίνει το εξής περίεργο: ενώ δίνει κατάθεση σαν μάρτυρας την Τρίτη 16/7, την άλλη μέρα την επαναλαμβάνει απαράλλακτη μέχρι κεραίας σαν απολογία κατηγορουμένου. Με δεδομένο μάλιστα ότι πέρα από όλα τα άλλα τον είχαν και 72 ώρες άγρυπνο, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι άλλα του έλεγαν και άλλα τον έβαζαν να υπογράψει. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ομολογούντων: οι συνεργαζόμενοι. Δεν γνωρίζω πώς και από πού τους βρήκε η Ασφάλεια. Εκείνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι η προσπάθειά τους να τους χρεώσουν σε εμένα, όπως και με τους υπόλοιπους που φέρομαι να κατονομάζω, είναι ατυχής. Διότι αν εγώ όντως γνώριζα πρόσωπα και γεγονότα και αν ήμουν, όπως θέλησαν να με παρουσιάσουν, λογικά θα φρόντιζα, αφού μάλιστα πιάστηκα πριν από αυτούς, να συναλλαχθώ με τις Αρχές και να ελαφρύνω τη θέση μου φορτώνοντας σε άλλους τις δικές μου ενέργειες και επιφυλάσσοντας για τον εαυτό μου δευτερεύοντα ρόλο. Πράγμα που πιστεύω ότι έκαναν αυτοί. Αλλιώς είναι τουλάχιστον παράλογο να ευελπιστούσα, όπως εμφανίζομαι τουλάχιστον, στα μέτρα επιείκειας. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε για τους εξής λόγους: πρώτον για να συναλλαχθείς με κάποιους πρέπει να έχεις κάτι να δώσεις κι εγώ φυσικά δεν είχα τίποτα. Αντιθέτως, αυτό ακριβώς πιστεύω ότι έγινε με τους συνεργαζόμενους. Είναι βέβαιο ότι είναι δημιουργήματα του νόμου σας περί ευεργετικών μέτρων και μόνο το γεγονός αυτό πλήττει καίρια την αξιοπιστία τους. Είναι φανερό ότι για να έχουν ανταλλάγματα θα πουν αυτά που σας χρειάζονται να πουν σε βάρος της αλήθειας, ακόμη κι αν αυτά που λένε δεν αποδεικνύονται. Έτσι ο νόμος σας αυτός επαναφέρει το καθεστώς των κουκουλοφόρων μαρτύρων, για να καλύψει την ανυπαρξία στοιχείων.
Τα ονόματα που υποτίθεται ότι αναφέρω, που είναι κατά τη γνώμη μου και ο κύριος σκοπός της ομολογίας μου, ήταν παντελώς άγνωστα σε εμένα, όταν αργότερα τα πληροφορήθηκα. Στην προανακριτική μου απολογία, τη διάβασα για πρώτη φορά αρχές Σεπτεμβρίου, όπως και τα πρόσωπα ήταν άγνωστα, πολύ περισσότερο δε και οι πράξεις που μου καταλογίζονται. Συγκεκριμένα εκτός φυσικά από τα αδέλφια μου Βασίλη και Σάββα, γνώριζα τον Διονύση Γεωργιάδη σαν φίλο του Βασίλη. Με τον Βασίλη Τζωρτζάτο είχαμε παλιά γύρω στο '82 μια γνωριμία, περισσότερο λόγω ενός κοινού φίλου που πέθανε το '91 και έκτοτε χαθήκαμε. Ουδέποτε φυσικά έγινε καμία αναφορά για παράνομες ενέργειες. Τον Κώστα Τέλιο τον γνώρισα στην Ικαρία που έκανε διακοπές ένα καλοκαίρι πριν το '90 και έκτοτε τον συνάντησα 2-3 φορές τυχαία στη Θεσσαλονίκη και μια φορά στην Αθήνα, χωρίς να έχουμε συζητήσει ποτέ περί πολιτικής ή ένοπλης πάλης και πολύ περισσότερο χωρίς να έχουμε κάνει τίποτα μαζί. Περισσότερο μου έδινε την εντύπωση απολίτικου και πλακατζή. Τον Γιάννη Σερίφη τον γνώριζα μόνο εξ όψεως ποιος είναι, όπως τον γνωρίζει πάρα πολύς κόσμος. Έχουμε μεν συναντηθεί σε πορείες κι άλλες εκδηλώσεις, αλλά ουδέποτε έχουμε συζητήσει κατ' ιδίαν για οτιδήποτε. Την Αγγελική Σωτηροπούλου είχα να τη δω από τότε που χώρισε με τον αδελφό μου γύρω στο '90 και ούτε ήξερα πού και πώς ζει. Τον Νίκο Παπαναστασίου όταν τον συνάντησα το Φεβρουάριο φέτος εδώ στις γενικές φυλακές και μιλήσαμε, τον θυμήθηκα. Είχαμε συναντηθεί στο παρελθόν σε διάφορες εκδηλώσεις, πορείες και άλλα, καθώς και σε κάποιες συζητήσεις που γίνονταν κατά κόρον την εποχή του '83-'85 στο μαζικό Κίνημα και έκτοτε χαθήκαμε. Γνώριζα μάλιστα και το μαγαζί με κεραμικά που διατηρούσε στην 3ης Σεπτεμβρίου. Όλους τους άλλους συγκατηγορούμενούς μου τους είδα για πρώτη φορά μετά τη σύλληψή τους. Ουδέποτε τους γνώριζα και φυσικά ουδέποτε είχαμε κάποιας μορφής σχέση. Με αυτή την προκατασκευασμένη και διάτρητη ομολογία συντάχθηκε ένα γιγαντιαίο κατηγορητήριο σε χρόνο ρεκόρ για τα δικαστικά χρονικά και οδηγούμαστε στη σημερινή δίκη ενώπιον Ειδικού Δικαστηρίου με ειδική σύνθεση που προέβλεψαν έκτακτοι νόμοι, οι οποίοι έγιναν ακόμη και μετά τη σύλληψή μας και κρατούμενοι σε ειδικά κελιά με ειδικές συνθήκες και όπου εκτός των άλλων: Πρώτον, πριν ακόμη βγει το παραπεμπτικό βούλευμα, ήταν ήδη γνωστό στα MME ποιοι και πώς ακριβώς θα παραπεμφθούν. Πολλοί μάλιστα «προέβλεπαν» από τότε, ακόμη και την ημερομηνία έναρξης της δίκης. Δεύτερον, πριν ακόμη γίνει η κλήρωση από το 1/10 περίπου των δικαστών κυκλοφορούσε το όνομα του προέδρου Μαργαρίτη ως φαβορί. Τρίτον, πριν ακόμη από τις 2 Μαρτίου είχαν βγει οι αποφάσεις και οι ποινές. Μετά από όλα αυτά δεν τρέφω καμία αυταπάτη για την τελική έκβαση αυτής της δίκαιης δίκης, έχοντας υπόψη μάλιστα όχι μόνο ανάλογες δίκες από το πρόσφατο και απώτερο παρελθόν, αλλά και τη μέχρι τώρα διαδικασία. Ας δούμε όμως τη μέχρι τώρα πορεία αυτής της δίκης. Οι μάρτυρες κατηγορίας: Από το 1980 περίπου και μέχρι πέρσι που συνελήφθηκα ήμουν υπέρβαρος από 115 έως 130 κιλά και σε συνδυασμό με το ύψος μου (1.86) το οποίο δυστυχώς για τους μάρτυρές σας παραμένει το ίδιο από το 1973, ήμουν ο πιο εύκολα αναγνωρίσιμος και περιγράψιμος από όλους τους κατηγορούμενους εδώ. Θα έπρεπε να υπάρχει πληθώρα ακριβών περιγραφών σε όλες τις επιθέσεις για τις οποίες κατηγορούμαι. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, όπως φάνηκε στην αποδεικτική διαδικασία. Σε καμία ενέργεια από αυτές που κατηγορούμαι δεν περιγράφεται ένας ψηλός και σωματώδης άνδρας με τα δικά μου χαρακτηριστικά. Θέλω να τονίσω πως όλες οι αναγνωρίσεις έγιναν με αντιδικονομικό τρόπο. Όλες οι αναγνωρίσεις ξεκινούν το φθινόπωρο του 2002 όταν όχι μόνο η Αστυνομία αλλά και ο Τύπος και τα MME μας υποδεικνύουν ως ενόχους και μάλιστα σε συγκεκριμένες πράξεις και σε συγκεκριμένους ρόλους. H εκ των υστέρων βέβαια βελτίωση των περιγραφών ουδόλως πείθει. Κάποιοι αφελείς μάλιστα όταν ρωτήθηκαν γιατί βελτιώνουν τις περιγραφές τους ούτως ώστε να ταιριάζουν σε εμένα, απάντησαν: «Μα τώρα σε ξέρουμε». Φυσικά, δεν με είχαν ξαναδεί. Επίσης τουλάχιστον 10 μάρτυρες είπαν ξεκάθαρα ότι οι αναγνωρίσεις έγιναν με βάση τις ομολογίες. Να θυμίσω εδώ ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας την ημέρα της παράδοσής του και ενώ ήταν ο περισσότερο καταζητούμενος Έλληνας εκείνο τον καιρό και χωρίς φυσικά να είναι μεταμφιεσμένος, έφτασε μέχρι μέσα στο κτίριο της Ασφάλειας, χωρίς να τον αναγνωρίσει κανείς. Ο νοών νοείτω! Παρ' όλο το στήσιμο αρκετοί από αυτούς τα έκαναν θάλασσα στο ακροατήριο με αποτέλεσμα απροκάλυπτες επεμβάσεις από την Έδρα για να τους σώσετε. Σε μια περίπτωση δε απειλήσατε με κράτηση μάρτυρα που τόλμησε να μην αναγνωρίσει! Το αποτέλεσμα; Ακόμη και η επιφανής συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής δήλωσε: «Είναι φανερό ότι δεν έχουμε μάρτυρες. Από τους 350, οι 348 είναι άχρηστοι». Πειστήρια: Όταν κάνατε γαργάρα τους μάρτυρες κατηγορίας όλοι οι αναλυτές έσπευδαν να τονίσουν ότι αυτή είναι μια δίκη πειστηρίων και όχι δίκη μαρτύρων. Εδώ όμως τα πράγματα δεν είναι όπως έχει αποδειχθεί και τόσο ρόδινα, ούτε αδιάσειστα είναι, ούτε επαρκή, παρ' ότι συνέχισαν να εμφανίζονται και μετά την έναρξη της δίκης. Στη δική μου δε περίπτωση - αν και σύμφωνα με το βούλευμα συμμετέχω επί 18 χρόνια στην Οργάνωση - δεν βρέθηκε τίποτα, ούτε αποτυπώματα, ούτε DNA, ούτε χειρόγραφα, όχι βέβαια γιατί δεν αναζητήθηκαν. Γιατί όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο αστυνόμος Γιαννακούρης ειδικά για την περίπτωσή μου όταν ρωτήθηκε από Έδρας «Ψάξαμε όπως ο κυνηγός το θήραμα». Απλώς δεν υπήρχαν όπως είναι φυσικό. Αντιθέτως μάλιστα προέκυψε ότι πρώτον υπάρχουν αποτυπώματα πάνω σε όπλα και άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν στις γιάφκες που δεν είναι ούτε δικά μου, ούτε κανενός άλλου κατηγορούμενου εδώ. Δεύτερον, υπάρχει σε πολλές επιθέσεις για τις οποίες κατηγορούμαι γενετικό υλικό των δραστών, όπως προκύπτει από τα έγγραφα και τις εκθέσεις της Αστυνομίας και δεν είναι το δικό μου. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1835 αμέσως μετά την καταδίκη σε θάνατο των εκ των πρωτεργατών της επανάστασης Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, έγινε στο Ναύπλιο η δίκη των δύο έντιμων δικαστών του Γιώργου Τερτσέτη και του Αθανάσιου Πολυζωίδη. Δικάστηκαν για άρνηση καθήκοντος, γιατί δεν δέχτηκαν να υπογράψουν την κακοστημένη από τον Εγγλέζο εισαγγελέα Μάντσον και τους Βαυαρούς προστάτες μας σκευωρία σε βάρος των δύο στρατηγών. Βέβαια δεν μπόρεσαν να τους καταδικάσουν γιατί ο λαός όχι μόνο συμπαραστάθηκε στους δύο δικαστές και τους επευφημούσε όπου τους έβλεπε, αλλά έφτυνε όπου έβρισκε - γιατί δεν τολμούσαν και πουθενά - τους επίορκους και ξενόδουλους «Βούλγαροι Τσούτσο και Φραγκούλη!». Αυτές ήταν οι πρώτες στέρεες βάσεις της Δικαιοσύνης που έμελλε να ακολουθήσει σε όλη του την πορεία το νεοελληνικό έθνος. Μια Δικαιοσύνη, πιστό υπηρέτη των επιλογών και σκοπιμοτήτων της εκάστοτε εξουσίας και των εκάστοτε προστατών μας. Μια Δικαιοσύνη που κατάφερε την εποχή του δημοκράτη Βενιζέλου με τα ιδιώνυμα αδικήματα, ή την εποχή του δικτάτορα Μεταξά, αρκετές χιλιάδες κομμουνιστές στις φυλακές και τα ξερονήσια, παρ' ότι το KKE τότε αριθμούσε καμιά 800ριά μέλη, δεν ξέχναγαν από τότε τους συγγενείς, φίλους και κάθε λογής συνοδοιπόρους. Μια Δικαιοσύνη που έλαμψε μεταπολεμικά αθωώνοντας συλλήβδην τους δωσίλογους ταγματασφαλίτες - μαυραγορίτες και κάθε λογής συνεργάτες των κατακτητών από τη μία, στέλνοντας χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές, στις εξορίες και στο εκτελεστικό απόσπασμα από την άλλη. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είναι απολογία αυτό, κ. πρόεδρε; X. ΞΗΡΟΣ: Μια Δικαιοσύνη που μεγαλούργησε την περίοδο της χούντας, όπως πολύ καλά θα ξέρετε κ. εισαγγελέα, καταδικάζοντας σε βαρύτατες ποινές όχι μόνο τους αγωνιστές της Αντίστασης, όχι μόνο τους συγγενείς και φίλους τους, αλλά και όποιον τολμούσε να πει «Καλημέρα» στα μιάσματα! Φυσικά και τότε, όπως τώρα, με βάση το Σύνταγμα δικάζατε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συντομεύετε γιατί είναι εκτός αυτά. XP. ΞΗΡΟΣ: Δεν είναι καθόλου εκτός κ. πρόεδρε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάντε μου τη χάρη. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: H κατηγορία προσδιορίζεται από το βούλευμα. Εκεί πρέπει να κυμανθεί η απολογία του κ. κατηγορούμενου. Δεν μπορεί ο κ. κατηγορούμενος να λέει ό,τι νομίζει. XP. ΞΗΡΟΣ: Σας είπα κ. εισαγγελέα αυτή τη φορά θα τα πω εγώ, δεν θα μου τα πει άλλος για λογαριασμό μου. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να τα πείτε. XP. ΞΗΡΟΣ: Θέλετε να απολογηθείτε για εμένα; Θα πω εγώ ό,τι νομίζω ότι πρέπει να πω. (Διαλογικές συζητήσεις) ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Ξηρέ, σας παρακαλώ εντάξει θα πείτε και μερικά, αλλά περιοριστείτε. Αυτή είναι η παράκλησή μου. I. ΒΛΑΧΟΣ: Αν κάποιος έχει το δικαίωμα να διακόψει την απολογία του κατηγορούμενου επειδή απομακρύνεται από το θέμα, αυτός είστε αποκλειστικά εσείς. Ο κ. εισαγγελέας παρακαλείται να μη διακόπτει τον κατηγορούμενο. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορεί όμως να μου το υποδείξει. I. ΒΛΑΧΟΣ: Είναι η ιερή στιγμή. Είναι η απολογία του, κ. εισαγγελέα. Ας πει δυο πράγματα παραπάνω! ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι σαν αντίρρηση ότι δεν τηρείται ο δικονομικός τύπος. Ο κ. εισαγγελέας έκανε την ένσταση ότι απομακρύνεται. Κύριε κατηγορούμενε, σας παρακαλώ κι εγώ όσο μπορείτε να περιοριστείτε, εμάς μας ενδιαφέρει αν κάνατε εσείς ή όχι αυτά και θα τα συζητήσουμε. XP. ΞΗΡΟΣ: Εσείς μας λέτε 5 μήνες εδώ μέσα και από ό,τι φαίνεται θα μας λέτε για άλλους 5. Εγώ μια ωρίτσα έχω! Αφήστε με αυτή την ωρίτσα να τα πω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπα να τα πείτε. XP. ΞΗΡΟΣ: Δεν ξέρω να μου υποδείξει κανείς τι θα πω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ελάτε, πάντως φεύγουμε από το θέμα. XP. ΞΗΡΟΣ: Μια Δικαιοσύνη που μεγαλούργησε την περίοδο της χούντας, όπως πολύ καλά θα ξέρετε κ. εισαγγελέα, καταδικάζοντας σε βαρύτατες ποινές όχι μόνο τους αγωνιστές της Αντίστασης, όχι μόνο τους συγγενείς και φίλους τους, αλλά και όποιον τολμούσε να πει «Καλημέρα¦ στα μιάσματα»! Φυσικά και τότε, όπως τώρα, με βάση το Σύνταγμα δικάζατε. Φυσικά και τότε, όπως τώρα, εγκληματίες του κοινού Ποινικού Δικαίου δικάζατε. Φυσικά και τότε, όπως και τώρα, στις περισσότερες περιπτώσεις τα αδιάσειστα στοιχεία σας ήταν οι υποψίες της Αστυνομίας, υποστηριζόμενες από κάθε λογής καταδότες και συνεργάτες και υποβοηθούμενες από κάθε λογής βασανιστήρια. Μήπως πίστευαν όλοι αυτοί οι δικαστές τα ψευδή και κατασκευασμένα στοιχεία που τους παρουσίαζαν; Πίστευαν άραγε οι δικαστές ότι ο Μπελογιάννης για παράδειγμα και τόσοι άλλοι αγωνιστές που τουφεκίστηκαν, ήταν κατάσκοποι; Όχι βέβαια. Ήξεραν πολύ καλά τι ήταν και γι' αυτό ακριβώς τους καταδίκασαν. Λέτε ότι όλα αυτά γίνονταν σε άλλες εποχές ανώμαλες. Όμως παρήλασαν από εδώ πολλοί μάρτυρες που κατέθεσαν για σκευωρίες και διώξεις που έγιναν από το 1974 και μετά, μεσούσης της Δημοκρατίας. Σκευωρίες με αρχηγούς, με γιάφκες, με οπλισμούς, με αποτυπώματα και σε κάποιες περιπτώσεις και με ομολογίες. Το ότι κατέρρευσαν - αν και στην αρχή μάς λέγατε ότι δεν γίνονται αυτά επί Δημοκρατίας - δεν σημαίνει ότι οι μηχανισμοί που τις παράγουν έπαψαν να υπάρχουν. Το αντίθετο μάλιστα. H σημερινή δίκη είναι η απόδειξη. Επίλογος με ρητό από το Ευαγγέλιο
Αντιμετωπίσαμε με χλευασμούς και ειρωνείες τους ισχυρισμούς μας για ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια, για ανακρίσεις μέσα στην Εντατική, για απόσπαση ομολογιών με χημικά. Όταν αποδείχθηκε όμως ότι έγιναν, ο κ. εισαγγελέας πανικόβλητος δήλωνε: «Τι είναι; Αν καταρρεύσει η απολογία του Σάββα δεν μου μένει τίποτα. Όλα εκεί στηρίζονται¦. Συμφωνώ κι εγώ, κ. εισαγγελέα. Ο δε πρόεδρος δεν δίστασε να υιοθετήσει τα βασανιστήρια και τις παρανομίες λέγοντας: «Ναι, αλλά αυτά που προέκυψαν ήταν αλήθεια. Τα είπε και μετά 40 μέρες με τον δικηγόρο του στον ανακριτή¦. Όταν σας λέγαμε ότι στον ανακριτή οδηγηθήκαμε με το ντουφέκι, εκτός από τις ειρωνείες, ο πρόεδρος δεν δίστασε να το «παίξει¦ και λίγο Σαρτζετάκης, λέγοντας: «Αν μου το έκαναν εμένα θα γκρέμιζα το κράτος. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα στην πατρίδα μας». Γίνονται όμως κ. Μαργαρίτη και αυτά και άλλα χειρότερα και το γνωρίζετε πολύ καλά όλοι. Όταν αποδείχθηκε με στοιχεία ο ισχυρισμός μας για τους ένοπλους στην ανακρίτρια, το γυρίσατε πάλι στην προσφιλή σας ειρωνεία για γυναικούλες. Μας λέει ο κ. πρόεδρος: «Γιατί ομολογήσατε άνδρες μέχρι εκεί πάνω;!». ¶ρα δέχεστε κατ' αρχήν ότι χρησιμοποιήθηκε βία, όπως ισχυριζόμαστε. Αλλά, κ. πρόεδρε, ξέρετε καλύτερα από εμένα ότι δεν αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο στη βία, όπως το ξέρουν επίσης και οι διωκτικοί μηχανισμοί, γι' αυτό και δεν αντιμετωπίζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Τον καθένα προσπαθούν να τον χειριστούν όπως κρίνουν κατά περίπτωση ότι θα έχει καλύτερο αποτέλεσμα. Μην ξεχνάμε ότι αυτοί που αντέχουν στη βία δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση που τον επιβεβαιώνει. Ο Σωκράτης ήπιε μόνος του το κώνειο, αλλά ο Γαλιλαίος μπροστά στον φόβο της πυράς απαρνήθηκε τις ιδέες του. Ο δε Πέτρος πριν αλέκτωρ λαλήσει, τρις... Μην ξεχνάμε ότι ο πρωτεργάτης του αντάρτικου στην Κατοχή ¶ρης Βελουχιώτης όταν πιέστηκε υπέγραψε δήλωση. Να θυμίσω και την περίπτωση του έμπειρου επαναστάτη Οτζαλάν, που «πείστηκε¦ μέσα στο αεροπλάνο ώσπου να έρθει από το Ναϊρόμπι να συνεργαστεί με τους διώκτες του. Πόσο μάλλον πιθανότερο είναι να ενδώσει ένας απλός εργάτης, όπως εγώ. Μας λέτε ότι φοβηθήκαμε, κ. Μαργαρίτη, αλλά εσείς που δεν φοβάστε τίποτα - όπως τονίζετε συνεχώς - κυκλοφορείτε με θωρακισμένο και οπλισμένους φρουρούς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τώρα με κάνατε και γέλασα πραγματικά! X. ΞΗΡΟΣ: Στη δική μου πάντως περίπτωση, ακόμη κι αν με τεμάχιζαν στον τροχό της Ιεράς Εξέτασης, δεν θα έλεγα τίποτα, όχι γιατί είμαι θαρραλέος, αλλά γιατί απλούστατα δεν ήξερα. Γι' αυτό χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της προκατασκευασμένης ομολογίας και των χημικών. Να θυμίσω εδώ ότι σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας κανένα δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι έγιναν βασανιστήρια, ούτε κανένας κατηγορούμενος μπόρεσε φυσικά να το αποδείξει. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν έγιναν; Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι κι αν δεν είχε γίνει αυτή η έκρηξη στις 29/6/2002 στον Πειραιά, αυτή η δίκη θα γινόταν οπωσδήποτε. H μόνη διαφοροποίηση θα ήταν σε κάποιους από τους κατηγορουμένους όπως εμένα, γιατί κάποιοι όπως ο κ. Σερίφης και ο κ. Γιωτόπουλος και άλλοι θα ήταν οπωσδήποτε.
Μια δίκη, που θα προσπαθήσει να μας δικάσει χωρίς μάρτυρες, γιατί, όπως προς τιμήν του είπε ο κ. Λυκουρέζος, δεν υπάρχουν μάρτυρες. Μια δίκη, πο
|