Αρχή » Αρθρογραφία για την ΙκαρίαΤα ρολόγια...σταμάτησαν στις Ράχες της ΙκαρίαςΤύπος » Αφιερώματα στην Ικαρία - 16/07/2001Το μαγαζί του κ. Γιάννη, το... σούπερ μάρκετ του χωριού, είναι το πρώτο στα αριστερά του πεζόδρομου, μόλις περάσεις την «πύλη», την πιο κεντρική από τις τρεις πέτρινες πύλες που οδηγούν στην πλατεία. Ανοίγει κάθε πρωί γύρω στις 11. Δεν μένει όμως και πολύ μέσα στο μαγαζί. Συνήθως τον βρίσκει κανείς να κάθεται στο διπλανό καφενείο, της Μαρίας, σε κάποιο από τα τραπεζάκια κάτω από τα δένδρα. Εκείνη την ώρα, εξάλλου, το μαγαζί δεν έχει και πολλή δουλειά. «Δεν είναι και πολλοί εκείνοι που μπαίνουν αυτήν την ώρα στο μαγαζί για να ψωνίσουν». Κι αυτοί οι λίγοι είναι επισκέπτες του χωριού. Οι ντόπιοι ξέρουν πως έχουν χρόνο να κάνουν τα ψώνια τους, αφού το μαγαζί του κ. Γιάννη θα κλείσει στις 3.30 για να ξανανοίξει στις 9 το βράδυ και να μείνει ανοικτό μέχρι το πρωί. Από μακριά ο Χριστός, το κεφαλοχώρι των Ραχών Ικαρίας, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 400, περικυκλωμένο από καταπράσινο δάσος, δεν έχει μεγάλη διαφορά από τα περισσότερα χωριά των ελληνικών νησιών. Από κοντά όμως, μόλις μπει κανείς στον Χριστό, όλα αλλάζουν. Εδώ ο χρόνος κυλάει διαφορετικά ή δεν κυλάει καθόλου. Το ρολόι δεν έχει θέση στα χέρια και τα σπίτια των κατοίκων. Και βέβαια ούτε λόγος για άγχος, αγωνία να τα προλάβουν όλα, να τρέξουν πίσω από τον χρόνο. Αυτά είναι μάλλον άγνωστες έννοιες για τους συνολικά 2.200 κατοίκους των Ραχών. Οι Ράχες Ικαρίας είναι η «αργή πόλη» της Ελλάδας. Σάββατο 1.00 μετά τα μεσάνυχτα. Ο κ. Γιάννης τακτοποιεί τα καφάσια με τα ζαρζαβατικά έξω από την είσοδο του καταστήματος. Πριν από λίγο του έφεραν καινούργιο εμπόρευμα και πρέπει να το βάλει σε τάξη. Όλη η πλατεία είναι γεμάτη κόσμο. Το άρωμα του φρεσκοκομμένου καφέ, από το καφεκοπτείο στη γωνία, πλημμυρίζει όλο τον πεζόδρομο. Κάποιοι «καφενεδίζουν», όπως συνηθίζουν να λένε στις Ράχες, άλλοι τρώνε παραδοσιακές νοστιμιές σε μία από τις τρεις ταβέρνες και κάποιοι κάνουν τα ψώνια τους. Λίγες ώρες νωρίτερα, στις 7.30 το απόγευμα, η ίδια πλατεία ήταν έρημη και το χωριό έμοιαζε να μην κατοικείται. Όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Όχι βέβαια κλειδωμένα και με τους εξωτερικούς πάγκους γεμάτους εμπορεύματα. «Δεν με απασχολεί πότε θα ψωνίσω για την επόμενη μέρα. Το μαγαζί του Γιάννη είναι ανοικτό μέχρι το πρωί. Μόλις κλείσω και εγώ το μαγαζί θα πάω να αγοράσω ό,τι χρειάζομαι για το επόμενο βράδυ». Η κ. Χρυσούλα διατηρεί την ταβέρνα του Καλόβολου στην Πλατεία του Χριστού έχει... συλλάβει αρκετές φορές τον εαυτό της να ψωνίζει από τον Γιάννη και η ώρα να είναι 4 το πρωί. Ο κ. Γιώργος Στενός είναι η νυχτερινή ψυχή του μπακάλικου δίπλα στην ταβέρνα της κ. Χρυσούλας. Το πρωί το μαγαζί ανοίγει ο συνέταιρός του. «Είναι ακόμα νωρίς, ο πολύς κόσμος θα καταφθάσει σε λίγο. Έχουμε χρόνο μέχρι το πρωί», λέει. Θυμάται τον φαρμακοποιό, όταν πρωτοήρθε στο χωριό. «Δεν ήξερε. Ερχόταν στο φαρμακείο στις 6.30 το απόγευμα. Αλλά εκείνη την ώρα δεν υπήρχε ψυχή στην πλατεία. Αφού πέρασε ο καιρός, άλλαξε και εκείνος το ωράριο. Τώρα ανοίγει στις 9.30». Περισσότερο από 30 χρόνια εφαρμόζεται αυτό το ωράριο στις Ράχες. Από τότε που οι κάτοικοι της περιοχής δεν είχαν αυτοκίνητα και έπρεπε να μετακινούνται με τα ζώα. «Τότε ξεκινούσαν από το χωριό τους και μέχρι να φθάσουν στον Χριστό να κάνουν τις δουλειές τους βράδιαζε. Τα μαγαζιά έπρεπε να είναι ανοικτά για να εξυπηρετηθούν». Στο Δημαρχείο βρίσκει κανείς τον δήμαρχο ακόμα και αργά το μεσημέρι. «Δεν είναι παρά ένα ωράριο στα μέτρα των κατοίκων. Εφαρμόστηκε για να μπορούν όλοι να εξυπηρετηθούν. Όχι μόνο όσοι έρχονταν από τα γύρω χωριά, αλλά και οι κάτοικοι του Χριστού δεν προλαβαίνουν το πρωί να κάνουν τα ψώνια και τις άλλες εξωτερικές δουλειές», λέει ο δήμαρχος κ. Νίκος Ρουζίνος, ο οποίος ήδη δρομολογεί το γραφείο εξυπηρέτησης του πολίτη που θα είναι ανοικτό μέχρι αργά το βράδυ. Στην πραγματικότητα, το χωριό δεν αποκτά ζωή μόνο το βράδυ. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους ξυπνούν πολύ νωρίς το πρωί. Πηγαίνουν στους κήπους ή τις καλλιέργειές τους, φροντίζουν τα ζώα τους, περιποιούνται τα μελίσσια τους. Γιατί όλοι έχουν έστω και μια μικρή έκταση που καλλιεργούν, έναν κήπο για να παράγουν τα δικά τους προϊόντα και μερικά ζώα που τους εξασφαλίζουν το γάλα και το κρέας για το σπίτι τους, και κάμποσες κυψέλες για το μέλι της χρονιάς. Ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν αγροτικές ασχολίες, δουλεύουν το πρωί σε διάφορες άλλες δουλειές. Οι μόνες ώρες που τους μένουν για να βρεθούν μαζί ή να κάνουν τα ψώνια τους είναι το βράδυ. Από τις 9.00 και μετά ξεκινά η κυκλοφορία στην πλατεία. Ο φούρναρης ψήνει το ψωμί και... φεύγει!
Πριν από τις 10 το πρωί μόνο τα σχολεία και το ταχυδρομείο είναι ανοικτά. Αυτά και ο φούρνος του Κόλια, λίγο μετά την είσοδο του Χριστού. Ο Νικόλας (τον φωνάζουν Κόλια, καθένας στο χωριό, εξάλλου, έχει το προσωπικό του παρατσούκλι) έχει τον παραδοσιακό φούρνο με ξύλα εδώ και 20 χρόνια. Ξυπνάει πολύ νωρίς κάθε πρωί για να ζυμώσει το ψωμί. Είναι το μόνο που οι Ραχιώτες αγοράζουν νωρίς. Γύρω στις 11 θα είναι έτοιμο. Ο Κόλιας τακτοποιεί το ψωμί στον πάγκο και φεύγει. Είναι η ώρα που θα πάει για ψάρεμα στον Εύδηλο, ένα παραθαλάσσιο χωριό λίγο πριν από τον Χριστό. Όμως αυτό δεν τον εμποδίζει σε τίποτα να πουλήσει το ψωμί που έχει ζυμώσει. Καθένας μπαίνει από την ανοικτή είσοδο του φούρνου, παίρνει όση ποσότητα χρειάζεται και αφήνει τα χρήματα στο συρτάρι. «Ο φούρνος έχει δύο πόρτες. Είναι και οι δύο ανοικτές μέχρι αργά το απόγευμα και για τους ντόπιους και για τους ξένους που έρχονται στο χωριό». Σημασία έχει να εξυπηρετείται ο κόσμος. Δεν θα περιμένει να βρει εμένα εδώ για να αγοράσει το ψωμί του», λέει ο Κόλιας που κλειδώνει τον φούρνο μόνο για να δώσει το «σήμα» στους συγχωριανούς του πως το ψωμί τελείωσε. «Για να μην έρχονται να ψάχνουν άδικα». Τρεις ξένες που έριξαν... άγκυραΓεννήθηκε από Αιγύπτιους γονείς και μεγάλωσε στο Λονδίνο. Η 37χρονη σήμερα Νάμα πάτησε για πρώτη φορά το ικαριώτικο έδαφος όταν ήταν 18 χρόνων. «Είχα έρθει για διακοπές με τους γονείς μου». Θυμάται ακόμα τη στιγμή που βρέθηκε στις Ράχες. «Κάτι μέσα μου έλεγε πως θα έμενα εδώ.» Από εκείνο το καλοκαίρι του '82, ερχόταν συνέχεια στο νησί. Στις Ράχες γνώρισε και το Γιάννη. Παντρεύτηκαν μετά από λίγο καιρό και τα τελευταία δέκα χρόνια μένουν στον Χριστό μεγαλώνοντας τα τρία παιδιά τους. «Δεν ένιωσα ξένη ούτε για μια στιγμή. Στην αρχή ίσως να μην ένιωθα και τόσο καλά. Ήμουν από άλλη χώρα και μ' άλλο θρήσκευμα. Ήμουν από τους πρώτους ξένους που έρχονταν τότε στο νησί, έστω και για διακοπές. Όμως κανένας ποτέ δεν με κοίταξε περίεργα. Όλο το χωριό με αγκάλιασε και με έκανε να νιώσω σαν Ικαριώτισσα.» Ούτε για μια στιγμή, μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, δεν σκέφτηκε η Νάμα να αφήσει τις Ράχες για να γυρίσει στο Λονδίνο, όπου εξακολουθούν να ζουν οι γονείς της.«Δεν έχω πουθενά περισσότερους φίλους, δεν έχω γνωρίσει άλλους ανθρώπους που μπορώ να εμπιστεύομαι τόσο. Φεύγω και αφήνω το σπίτι ανοιχτό, με τα παιδιά μέσα, χωρίς να ανησυχώ. Νομίζω πως τα παιδιά μου δεν θα μπορούσαν να μεγαλώσουν πουθενά αλλού καλύτερα». Οι Ράχες δεν κέρδισαν μόνο τη Νάμα. Με παρόμοιο τρόπο και η Ούρσουλα από την Ελβετία έγινε μόνιμη κάτοικος του Χριστού Ραχών. Ο σύζυγός της, ο Παντελής Καστανιάς είναι συνήθως στο κατάστημά τους, με ρούχα και διακοσμητικά αντικείμενα, στην πλατεία. Και εκείνη εκτός από το να μεγαλώνει τα δύο παιδιά τους, ασχολείται με τα πολιτιστικά του χωριού, οργανώνοντας εκδηλώσεις. Για διακοπές ήρθε κάποτε στην Ικαρία και η 32χρονη Ζίλκε από τη Γερμανία. Από τότε συνέχισε να έρχεται κάθε χρόνο. Πριν από πέντε χρόνια παντρεύτηκε και εκείνη έναν Ικαριώτη. Ζουν στον Χριστό μαζί με τις δύο κόρες τους. «Έχω επισκεφθεί σχεδόν όλα τα νησιά της Ελλάδας. Σε κανένα δεν βρήκα αυτό που βρήκα στην Ικαρία. Δεν ξέρω τι είναι αυτό, ξέρω όμως ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω πουθενά αλλού», λέει η Ζίλκε που προσθέτει: «Δεν μπορώ να την συγκρίνω με τη ζωή στη Γερμανία όπου όλα λειτουργούν με το ρολόι στο χέρι». «Εδώ θα περάσω όση ζωή μου μένει. Η Αθήνα δεν είναι πια για μένα»
Η ζεστασιά και η καλοσύνη των ανθρώπων ήταν η πρώτη του εντύπωση από το χωριό, όταν έφτασε εκεί εξόριστος, γύρω στο 1947. Ήταν τότε 24 χρόνων. Τρία χρόνια έμεινε εξόριστος στον Κουτουμά και την Παναγιά των Ραχών ο κ. Ντίνος. Αμέσως μετά οδηγήθηκε στη Μακρόνησο. Ποτέ δεν ξέχασε τους Ικαριώτες και τον τρόπο που τον είχαν αγκαλιάσει. Τριάντα χρόνια μετά αποφάσισε να προσκυνήσει τον τόπο της εξορίας του. «Οι άνθρωποι με θυμήθηκαν. Από τότε ερχόμουν κάθε καλοκαίρι με τη γυναίκα και τα παιδιά μου». Σήμερα, συνταξιούχος πια, ο κ. Ντίνος έχει αφήσει πίσω την πόλη της Αθήνας και ζει στον Χριστό με την οικογένεια του, σε μια μονοκατοικία σε υψόμετρο 450 μέτρων, περικυκλωμένος από πεύκα και άντρακλους (ένα δέντρο - σήμα κατατεθέν του νησιού), αλλά και πολλούς φίλους. «Εδώ θα περάσω όση ζωή μου απομένει. Η Αθήνα δεν είναι πια για μένα». Όσο για τα παιδιά του; «Ίσως να αγαπούν το νησί περισσότερο κι από μένα». Δεν είναι λίγοι και οι νέοι άνθρωποι που αποφασίζουν να αλλάξουν τρόπο ζωής και να επιστρέψουν στις Ράχες. Φεύγουν μόνο για λίγο, για σπουδές ή δουλειές στην Αθήνα ή το εξωτερικό, αλλά πάντα επιστρέφουν. «Ούτε κι εγώ σκέφτηκα ποτέ ότι θα έμενα για πάντα στην Αθήνα», λέει η Κούλα που στα 20 της έφυγε από το νησί για να σπουδάσει και να δουλέψει στην Αθήνα. Έγινε φωτογράφος και έμεινε στην πρωτεύουσα 9 χρόνια. Κάπως έτσι, για να βρει δουλειά έφυγε για την Αθήνα και ο άντρας της ο Κώστας, που τον ήξερε από παιδί. Παντρεύτηκαν και πριν από 5 χρόνια γύρισαν στον Χριστό. Σαν αστείο ακούγεται στα αυτιά τους η επιστροφή στην πόλη. Ο γιος τους, πέντε μηνών, μεγαλώνει στην αυλή, κάτω από τη σκιά της πανύψηλης καστανιάς. «Εδώ ζούμε σαν άνθρωποι και τη ζωή αυτή δεν την αλλάζουμε». Τα Νέα
Σχόλια
|