Αρχή » Αρθρογραφία για την Ικαρία«20 χρόνια ήμασταν ξεχασμένοι»Τύπος » Αναδημοσιεύεσεις - 04/03/2003Η Στέφανι Τσάντες ήταν μόλις 17 ετών όταν ο πατέρας της μπήκε να την ξυπνήσει για να πάει σχολείο το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1983. «Είσαι σίγουρη ότι έχεις ξυπνήσει;», τη ρώτησε καθώς της ανακάτεψε στοργικά τα μαλλιά και σηκώθηκε να φύγει για τη δουλειά του. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που η νεαρή Στέφανι θα άκουγε από τον πατέρα της, τον Τζορτζ Τσάντες, που ήταν ο επικεφαλής της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής Ομάδας στην Αθήνα. Σε λίγη ώρα, καθώς θα βρισκόταν στο δρόμο προς το γραφείο του, θα έπεφτε νεκρός μαζί με τον Ελληνα οδηγό του από τα θανατηφόρα βλήματα της «17 Νοέμβρη». Στο όνομα του «αντιιμπεριαλισμού» και της «προόδου» φυσικά.Ενας χρόνος έμενε στον Τσάντες να πάρει τη σύνταξή του και μετά θα αφιερωνόταν απερίσπαστος στην οικογένειά του. Τα τελευταία χρόνια της δουλειάς είχε επιλέξει να τα περάσει στην αγαπημένη χώρα των γονιών και των παππούδων του. «Οταν έφτασα στο σχολείο εκείνο το πρωί», μας λέει η κ. Τσάντες, «αισθάνθηκα ότι κάτι παράξενο συνέβαινε. Οι συμμαθητές μου που είχαν ακούσει από το ραδιόφωνο ενός σχολικού λεωφορείου τι είχε συμβεί με κοιτούσαν αμήχανα. Σε λίγο ήρθε κάποιος και μου είπε ότι η διευθύντρια μου ζητούσε να πάω στο γραφείο της. Σκέφτηκα ότι θα με κατσάδιαζε για κάτι. Οταν μπήκα στο γραφείο η διευθύντρια μου είπε: «Ο πατέρας σου έπαθε ένα ατύχημα». Δεν ξέρω αν είχα κάποια διαίσθηση αλλά δεν την πίστευα. Θυμάμαι ότι φώναξα: «Δεν ήταν ατύχημα. Πείτε μου πραγματικά τι συνέβη». Η κ. Τσάντες είναι σήμερα δικηγόρος, βοηθός του γενικού εισαγγελέα της περιοχής του Ντέλαγουερ των ΗΠΑ. Ηρθε την περασμένη εβδομάδα στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει ένας μέρος της δίκης της 17Ν. Είναι η πρώτη φορά που η κ. Τσάντες επιστρέφει στην Ελλάδα από το 1983. Της ζητήσαμε να μας πει πώς αυτή και η οικογένειά της βίωσαν την απώλεια του Τζ. Τσάντες. «Κοιτάξτε, η γιαγιά μας -η μητέρα του- από τότε δεν μιλούσε για τίποτα άλλο εκτός από το γιο της. Η μητέρα μας κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Εμείς τα παιδιά τότε δεν αισθανθήκαμε πολλά πράγματα -άλλωστε ο πατέρας μας απουσίαζε συχνά σε ταξίδια κι αυτό ήταν σαν ένα μεγάλο ταξίδι. Ο πόνος του χαμού του πατέρα ήρθε αργότερα ...στην αποφοίτηση ή στο γάμο σου κοιτάς γύρω αναζητώντας τη ματιά του πατέρα σου και το μόνο που βρίσκεις είναι ένα κενό». Αυτό που την εντυπωσίασε όλα αυτά τα χρόνια με τη στάση της Ελλάδας είναι αυτό που αποκαλεί «παντελή αδιαφορία» για την τύχη των συγγενών των θυμάτων της 17Ν. «Ολα αυτά τα χρονια ούτε ένα ελληνικό ΜΜΕ δεν σκέφθηκε να κάνει ένα ρεπορτάζ για το πώς η δολοφονία του πατέρα μου επηρέασε την οικογένειά μας -τη γιαγιά μας, τη μητέρα μου, τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς μου και εμένα...». Ομως και η στάση των ελληνικών Αρχών δεν ήταν καλύτερη. «Αυτά τα 20 χρόνια οι ελληνικές Αρχές δεν μας τηλεφώνησαν ούτε μια φορά για να μας πληροφορήσουν για την εξέλιξη των ερευνών τους. Οποιαδήποτε επαφή μαζί τους θα έπρεπε να την κάνουμε εμείς. Ελάχιστα τους ενδιέφερε ο θάνατος του πατέρα μας. Δεν περίμενα φυσικά ότι οι ελληνικές Αρχές θα μας έκαναν μπέιμπι-σίτινγκ όλα αυτά τα χρόνια αλλά περίμενα ότι τουλάχιστον θα έδειχναν ότι ενδιαφέρονται και θα μας έκαναν κάποιο τηλεφώνημα». Τη ρωτήσαμε πώς βιώνει την επιστροφή της στην Ελλάδα σήμερα. «Ναι, έχουν γίνει νέα κτίρια, νέοι δρόμοι», μας λέει διπλωματικά. «Και οι άνθρωποι;» επιμένουμε. Πώς αντιδρούν όταν μαθαίνουν ποια είναι; «Κοιτάξτε, μεταξύ των φίλων και συγγενών υπάρχει μεγάλη υποστήριξη και αλληλεγγύη. Ομως όταν μερικές φορές αποκάλυψα ποια ήμουν σε ανθρώπους που δεν ήξερα -κάτι το οποίο αποφεύγω- οι αντιδράσεις τους με ξένισαν». - Δηλαδή; «Στην Αμερική αν κάποιος άκουγε την ιστορία, η πηγαία του αντίδραση θα ήταν να εκφράσει τη θλίψη του γι' αυτό που συνέβη και την αγανάκτησή του για τους φονιάδες και την πράξη τους. Ομως εδώ αυτό δεν έγινε. Οποτε ανέφερα ποια ήμουν, ακολουθούσε μια νεκρική σιγή και μετά αλλαγή του θέματος. Τις ίδιες ακριβώς αντιδράσεις είχε και ο αδελφός μου όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα το Δεκέμβριο. Δεν ξέρω αν αυτή η στάση κρύβει πολιτισμικές διαφορές ή κάτι άλλο το οποίο δεν θέλω καν να διανοηθώ». Πάντως, υπενθυμίζουμε στη συνομιλήτριά μας, τόσο οι ανακριτικές Αρχές όσο και η αστυνομία λειτούργησαν αρκετά αποτελεσματικά τον τελευταίο καιρό. «Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους η ανακάλυψη και η σύλληψη της 17Ν ήταν ένα εντελώς τυχαίο γεγονός και δεν οφείλεται στη βελτίωση της ποιότητας των αστυνομικών Αρχών της χώρας. Ομως από τη στιγμή που συνέλαβαν τον Ξηρό και ο τελευταίος άρχισε να κελαηδά, οι Αρχές έκαναν πράγματι πολύ προσεκτικά και συστηματικά τη δουλειά τους». «Στυγνοί φονιάδες» Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι επειδή τα κίνητρα τα οποία επικαλούνταν τα στελέχη της 17Ν για τα εγκλήματά τους ήταν πολιτικά και ιδεολογικά, αυτό τα διαφοροποιεί από ανάλογα εγκλήματα τα οποία διαπράττουν π.χ. οι άνθρωποι του υπόκοσμου. Ρωτήσαμε την κ. Τσάντες αν συμμερίζεται αυτή την άποψη: «Η δολοφονία είναι δολοφονία ακόμα και όταν φορά τα γιορτινά της. Οι πολιτικές διαφορές σε μια δημοκρατική κοινωνία λύνονται μέσω διαλόγου και ψήφου. Αν δεν σ' αρέσει η πολιτική της κυβέρνησής σου, μαζεύεις τους υποστηρικτές σου και την καταψηφίζεις. Δεν δολοφονείς αθώους ανθρώπους στο δρόμο. Ο πατέρας μου δεν είχε καμιά σχέση με όλα αυτά τα πολιτικά. Ηταν απλώς ένας ακόμα άνθρωπος που πήγαινε στη δουλειά του εκείνο το πρωί. Εκείνοι που ενδεχομένως είχαν αντιρρήσεις ως προς τη δουλειά του πατέρα μου ή το συμβολισμό που εξέφραζε η θέση του μπορούσαν να το δηλώσουν δημόσια και να ζητήσουν τη λαϊκή υποστήριξη για τις απόψεις τους. Αλλά το να βγάλεις ένα πιστόλι και να τον σκοτώσεις εν ψυχρώ μαζί με τον Ελληνα οδηγό του αντιπροσωπεύει απλώς μια στυγνή δολοφονία» . Η υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού στρατιωτικού συμβούλου παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία. Αφενός πρόκειται για μια δολοφονία που δεν έχει διαλευκανθεί ακόμα. Κανείς από τους κατηγορούμενους δεν έχει αναφερθεί στη δολοφονία του Τσάντες. Από την άλλη πλευρά, η δολοφονία του Αμερικανού στρατιωτικού συμβούλου σημάδεψε μια ιστορική στιγμή στην εξέλιξη της τρομοκρατικής οργάνωσης. «Η επίθεση εναντίον του Τσάντες», γράφει ο αναλυτής Γιώργος Κασσιμέρης στο βιβλίο του «Οι τελευταίοι Κόκκινοι Τρομοκράτες της Ευρώπης», «σηματοδότησε τη μετάβαση της 17Ν από το στάδιο της τρομοκρατίας για εκδίκηση στο στάδιο της πλήρους τρομοκρατικής εκστρατείας. Το γεγονός είναι ότι η ομάδα χρησιμοποίησε αυτή τη δολοφονία για να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των Αμερικανών, εγακαινιάζοντας έτσι μια εκστρατεία βίας προκειμένου να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν την Ελλάδα». Επιπλέον η προκήρυξη της 17Ν που συνόδεψε την δολοφονία του Τσάντες προσδιόρισε το νέο ιδεολογικό στίγμα της οργάνωσης που θα διατηρείτο μέχρι την εξάρθρωσή της. Ηταν το επιχείρημα ότι «η ιμπεριαλιστική εξάρτηση ήταν το κύριο πρόβλημα της χώρας». Ζητήσαμε από την κ. Τσάντες να σχολιάσει αυτό το μυστήριο -ότι δηλαδή δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για μια από τις πιο σημαντικές ίσως ενέργειες της οργάνωσης. «Δεν έχω ιδέα. Ισως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι ο πατέρας μου καταγόταν από την Ικαρία. Ισως όταν έμαθαν ότι είναι Ικαριώτης να ντράπηκαν να ομολογήσουν ότι έφαγαν έναν δικό τους». Ελευθεροτυπία
|